Δύο σημαντικά ιστορικά τεκμήρια του Κορθίου από το 1700, ανασυνθέτουν την ιστορία του τόπου
Γιώργος Αρ. Γλυνός
Στην παρούσα δημοσίευση θα εξετάσουμε ορισμένα από τα παλαιότερα γραπτά τεκμήρια που αφορούν τον οικισμό του Κορθίου, ο οποίος, μαζί με τα Αηδόνια, αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Άνδρου κατά τα Οθωμανικά χρόνια. Τα τεκμήρια αυτά συνθέτουν την εικόνα του οικισμού στα τέλη του 17ου και μέχρι τα μέσα του 18ου αι.
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης θα αναδείξουμε δύο σημαντικές μαρτυρίες για την περιοχή, οι οποίες δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς. Η πρώτη αφορά την παλαιότερη κτητορική επιγραφή που έχει καταγραφεί στον οικισμό και η δεύτερη την πρώτη γραπτή μαρτυρία ξένου περιηγητή που επισκέφθηκε την περιοχή και κατέγραψε τις εντυπώσεις του. Συνδυάζοντας τα νεότερα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία, που προέκυψαν από την αποτύπωση της Οθωμανικής απογραφής του 1670 από τον Ηλία Κολοβό, αλλά και την αρχαιολογική μελέτη του παλαιοχριστιανικού ναού του Θεολόγου στο Κόρθι από την πρώην Β’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, θα προβούμε σε χρήσιμα συμπεράσματα για την παρουσία των αρχοντικών οικογενειών στην περιοχή, αλλά και πορίσματα για την κατάσταση των σημαντικών Βυζαντινών μνημείων του Κορθίου την εποχή εκείνη.

Η κτητορική επιγραφή στο βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση – Λίθινες εικόνες της Άνδρου 3, όπου επαναλαμβάνεται η καταγραφή των Δραγάτση και Πασχάλη.
Η κτητορική επιγραφή του 1694
Το 1881 ο Ιάκωβος Δραγάτσης 1 καταγράφει ότι στο Κόρθι, στην πρόσοψη του πύργου του Μ. Ζ. Καμπάνη βρίσκεται εντοιχισμένη παράσταση με τον αρχάγγελο Μιχαήλ στα αριστερά και οικόσημο στα δεξιά. Σημειώνει ότι άνωθεν της όλης παράστασης υπάρχει η επιγραφή: «ο αρ. Μιχ(α)ήλ 1694», καθώς και τα αρχικά γράμματα του κυρίου του πύργου. Στην αριστερή πλευρά και μεταξύ του αρχάγγελου και του οικόσημου αναγράφεται:
«Ξύφος βαστό
και ίσταμαι
Στες θίρες τάφτες
Βλέπο ήδατα
και ισελθόντες»
Τέλος σημειώνει ότι η επιγραφή είναι τοποθετημένη μεταξύ δύο θυρών κι απέναντι από μία κρήνη.
Την ανωτέρω αναφορά φαίνεται να αντιγράφει ο Δημ. Πασχάλης σε δημοσίευση του 1927, η οποία από τότε αναπαράγεται με βάση τη δική του δημοσίευση 2.
Εντοπίσαμε τη συγκεκριμένη επιγραφή κατόπιν έρευνας στον οικισμό του Κορθίου και διαπιστώσαμε, με μεγάλη έκπληξη, ότι από την ανωτέρω περιγραφή απουσιάζουν πολύ σημαντικές λεπτομέρειες που σχετίζονται με τον αρχικό παραγγελιοδότη της επιγραφής.
Στο ανώτερο μέρος της όλης παράστασης έχουν χαραχτεί με μεγάλα γράμματα τα αρχικά του άλλοτε ιδιοκτήτη του πύργου Μιχαήλ Ζαννή Καμπάνη («Μ.Ζ.Κ.Α.»), καθώς και το έτος 1884 («Τω 1884»). Στην υπόλοιπη παράσταση, με γράμματα μικρότερου και παρόμοιου μεγέθους και τεχνοτροπίας σημειώνεται:
«Ο ΑΡ ΜΙΧ(A)ΗΛ 1694». Κάτω από το 1694 κι εκατέρωθεν του οικοσήμου, καταγράφονται τα γράμματα: «ΑΓς ΤΠΤ». Παρακάτω διαβάζει κανείς την καταγεγραμμένη αναφορά: «Ξίφος βαστώ και ίσταμαι στες θύρες ταύτες. Βλέπω ύδατα και εισελθόντες» (αποδίδεται ορθογραφημένη).
Τα γράμματα της τελευταίας αναφοράς είναι παρόμοια με αυτά του αρχάγγελου Μιχαήλ αλλά και του «ΑΓς ΤΠΤ» που φαίνεται να αναφέρονται στον αρχικό παραγγελιοδότη της επιγραφής. Το όνομα «ΑΓς ΤΠΤ» είναι σαφές ότι αναφέρεται σε κάποιον ονόματι Αυγουστής ή Αυγουστίνος Ταπόντε.

Το ανώτερο τμήμα της κτητορικής επιγραφής του Αυγ. Ταπόντε του 1694 που κατέγραψε ο Ιάκωβος Δραγάτσης. Σε μεταγενέστερη φάση φαίνεται ότι χαράχτηκαν τα αρχικά Μ.Ζ.Κ.Α. που παραπέμπουν στον Μιχαήλ Ζαννή Καμπάνη, άλλοτε ιδιοκτήτη του πύργου όπου βρίσκεται η επιγραφή, καθώς και η χρονολογία 1884.
Επιβεβαίωση για τον αρχικό παραγγελιοδότη της επιγραφής μας παρέχει και το οικόσημο που απεικονίζεται στην επιγραφή. Συγκεκριμένα εμφανίζει γέφυρα με δύο πύργους, το οποίο παραπέμπει ευθέως στο οικόσημο της οικογένειας Νταπόντε (Da Ponte ή Di Ponte, όπου ponte στα ιταλικά η γέφυρα).

Αριστερά το οικόσημο της επιγραφής του 1694 και δεξιά το χαρακτηριστικό οικόσημο της οικογένειας Νταπόντε με τη γέφυρα και τους δύο πύργους4.
Το όνομα Αυγουστής ή Αυγουστίνος Ταπόντε ήταν κοινότατο στο Κόρθι στη διάρκεια του 17ου αι. και στο πρώτο μισό του 18ου αι. Ο Δημ. Πολέμης αναφέρει ότι ο Αυγ. Δαπόντε υπήρξε μεγάλος γαιοκτήμονας του Κορθίου στις αρχές του 18ου αι. 5 Όμως ήδη νωρίτερα, στην Οθωμανική απογραφή του 1670 το όνομα Αυγουστής Νταπόντε κατείχε κεντρικότατη θέση μεταξύ των απογραφόμενων του Κορθίου 6.
Στην απογραφή αυτή στο χωριό του Κορθίου καταγράφονται συνολικά πέντε ενορίες: η Παναγία, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Γεώργιος, η Αγία Άννα και οι Άγια Σαράντα. Οι δύο τελευταίες ενορίες (Αγία Άννα και Άγιοι Σαράντα) θα πρέπει να περιλάμβαναν την περιοχή που μετέπειτα ονομάστηκε Αηδόνια.
Στις πάνω λοιπόν ενορίες των Αηδονίων ξεχωρίζει, ως προς την έγγεια περιουσία, η παρουσία αφ’ενός του Μπουρτούλη Ντελαγραμμάτικα κι αφ’ετέρου των γόνων του Χρουσή (Crusino) Νταπόντε: Νίκα Νταπόντε & Γιαννούλη Νταπόντε, μαζί με τους γιους τους Θοδωρή, Γιαννούλη, παπα-Γιαννάκη (υιών του Νίκα) και Θοδωρή (υιού του Γιαννούλη).
Στις χαμηλότερες ενορίες του Κορθίου και συγκεκριμένα στην ενορία του Αγίου Νικολάου καταγράφεται ο ευπορότερος κάτοικος της περιφέρειας Απάνω Κάστρου με τη μεγαλύτερη έγγεια περιουσία την εποχή εκείνη, ο Γιαννάκης Νταπόντε υιός του Αυγουστή Νταπόντε. Ο Γιαννάκης Νταπόντε κατείχε γαίες όχι μόνο στη νότια Άνδρο αλλά και στην περιφέρεια του Κάτω Κάστρου 7.
Στην άλλη ενορία του Κορθίου, αυτή της Παναγίας, αναφέρονται τρεις πολύ εύπορες γυναίκες με μεγάλη έγγεια περιουσία η καθεμία: η Ειρήνη, η Μαρία και η Μαρούλα, όλες με πατρώνυμο ή όνομα συζύγου τον εκλιπόντα Αυγουστή Νταπόντε. Στην ίδια ενορία καταγράφεται και ο Θοδωρής Νταπόντε με πατρώνυμο Αυγουστής.
Φαίνεται λοιπόν ότι ήδη πριν το 1670 υπήρχε τουλάχιστον ένας άρχοντας στο Κόρθι που άκουγε στο όνομα Αυγουστής Νταπόντε, καθώς οι κληρονόμοι του κατείχαν σημαντική περιουσία στην περιοχή. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν το όνομα αυτό να κληροδοτήθηκε και στις επόμενες γενιές κι ένας από τους ιδιοκτήτες κάποιου πύργου φαίνεται να ήταν ο παραγγελιοδότης της εν λόγω επιγραφής του 1694.

Τμήμα του άλλοτε πύργου του Μ. Ζ. Καμπάνη, όπως φαίνεται από την εξώπορτα, όπου βρίσκεται εντοιχισμένη η επιγραφή του Αυγ. Νταπόντε του 1694. Αριστερά διακρίνεται και η παλιά κρήνη που αναφέρουν οι Δραγάτσης και Πασχάλης στην καταγραφή της επιγραφής.
Μια άλλη εκδοχή είναι ο Αυγουστής Νταπόντε της επιγραφής, να ήταν κάτοικος της Χώρας το 1670 και να μετακινήθηκε στο Κόρθι μετά την καταστροφή του Κάτω Κάστρου από τον Crevelliers 8 στα 1674. Στην Οθωμανική απογραφή του 1670, στην ενορία του Αγίου Αθανασίου της Χώρας καταγράφεται o δεύτερος πιο εύπορος άρχοντας του νησιού, ο Τζαννής Νταπόντε και ο τότε άγαμος υιός του Αυγουστής. Ο Τζαννής Νταπόντε κατείχε μεγάλη ακίνητη περιουσία και στην περιφέρεια της Χώρας αλλά και στη νότια και τη βόρεια Άνδρο 9. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο υιός του είναι αυτός που αναφέρεται ως κυρ Αγουστής του ποτέ Τζάννε Ταπόντε 10 σε πώληση περιβολιού στη Λαρδιά από τον Χρουσή Ζόρτη (ή Ζόλτη) στα 1683. Μετέπειτα στα 1703 αναφέρεται ως σιορ Αγουστής Ταπόντε με την ιδιότητα του επιτρόπου σε πώληση χωραφιών σε Ρωγό και Κοχύλου 11.
Στον ανωτέρω πίνακα αποτυπώνεται το σύνολο των καταγραφών της οικογένειας Νταπόντε στο Οθωμανικό κατάστιχο του 1670 σε όλη την Άνδρο, ανά ενορία, με την περιουσία τους σε όλο το νησί 12.
Με πράσινο χρώμα επισημαίνονται οι Νταπόντε του Κορθίου με όνομα πατέρα ή συζύγου τον εκλιπόντα Αυγουστή Νταπόντε, μεταξύ των οποίων ο ευπορότερος κάτοικος της περιφέρειας Απάνω Κάστρου, Γιαννάκης Νταπόντε.
Με γαλάζιο επισημαίνονται οι απόγονοι του Χρουσή Νταπόντε στ’ Αηδόνια καθώς και ο Χρουσής Νταπόντε του Μπατέστα στη Χώρα, που είναι άγνωστο αν συνδέεται με την αντίστοιχη οικογένεια στ’Αηδόνια. Πάντως σε έγγραφο του 1620 όπου μνημονεύονται 17 ιερείς της περιφέρειας Απάνω Κάστρου καταγράφεται ως μάρτυρας ο Χρουσής Ταπόντι 13. Αυτός ενδέχεται να σχετιζόταν άμεσα με τους Νταπόντε των Αηδονίων.
Με πορτοκαλί χρώμα εμφανίζεται ο ευπορότατος Τζαννής Νταπόντε και οι απόγονοί του στη Χώρα μεταξύ των οποίων ο τότε άγαμος υιός του Αυγουστής Νταπόντε.
Με κίτρινο επισημαίνεται ο Μπουρτούλης Ντελαγραμμάτικας στ’Αηδόνια 14.
Σημειώνεται ότι στην απογραφή του 1670, μόλις το 5% του πληθυσμού του νησιού κατέγραφε παραγωγή που ξεπερνούσε τα 50 καυκιά, ενώ το 80% του πληθυσμού δεν ξεπερνούσε σε παραγωγή τα 20 καυκιά .
Πού όμως βρισκόταν η αρχική θέση της επιγραφής; Ποιος ήταν ο πύργος του 1694 του Αυγ. Νταπόντε; Η γλαφυρή αναφορά: «Ξίφος βαστώ και ίσταμαι στες θύρες ταύτες. Βλέπω ύδατα και εισελθόντες», παραπέμπει στα καθήκοντα του άρχοντα που εξουσίαζε στην περιοχή και παρείχε προστασία έναντι των εισβολέων αλλά και έλεγχο των υδάτινων πόρων της περιοχής. Η θέση λοιπόν του πύργου θα πρέπει να ήταν κομβική στην είσοδο του Κορθίου και πολύ κοντά στην έναρξη του πλούσιου δικτύου κατανομής των υδάτων στις γύρω καλλιέργειες. Ο πύργος του Μ. Ζ. Καμπάνη, όπως θα δούμε παρακάτω, παρ’ό,τι ήταν ο εγγύτερος πύργος των Καμπαναίων στην πλατεία του χωριού, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο κομβικότερος στη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Αντίθετα, ο πύργος «Σαργιάννη» ή «Σαργιαννάκη» που, σύμφωνα με τη μελέτη του Αθ. Βιώνη 16, ανάγεται στα τέλη του 17ου αι., βρίσκεται στην είσοδο του Κορθίου από την πλευρά της θάλασσας και δίπλα στη ρεματιά του Γαλαγκά, απ’όπου ξεκινούν κάποιοι από τους νηχτούς κατανομής των υδάτινων πόρων του Κορθίου (ποτιστικά αυλάκια). Μάλιστα ανάμεσα στην κεντρική θύρα εισόδου του παλαιότατου πύργου και την καταχύστρα, διακρίνεται εσοχή όπου κάποτε ίσως βρισκόταν κάποια κτητορική επιγραφή.

Ο πύργος στον Γαλαγκά Κορθίου
Ο πύργος ανήκε στο πρόσφατο παρελθόν στον Λεωνίδα Λεφάκη, τον επονομαζόμενο «Κλεμανσώ». Η Hannalene Eberhard, η οικογένεια της οποίας γνώριζε πολύ καλά τον «Κλεμανσώ», στα 1978 αναφέρεται στον πύργο, ως «πύργο Νταπόντε»17. Αυτό φαίνεται να αντιστοιχεί στον κτήτορα του πύργου στα τέλη του 17ου αι. Το ίδιο εκτιμά και ο Ν. Βασιλόπουλος 18 με βάση τα φορολογικά κατάστιχα του 1670.
Η Μαρίνα Καραγάτση το 1996 είχε παρουσιάσει αποτειχισμένη ταφική πλάκα στην κατοχή της Ειρήνης Λεφάκη, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση σε βρύση. Η ταφική πλάκα φαίνεται να αφορούσε την ταφή του Περράκη Καμπάνη 19 και αναφέρεται στα έτη γέννησης και θανάτου του (1695 – 1760). Η οικογένεια Καμπάνη φαίνεται να μεσολάβησε ως ιδιοκτήτρια του πύργου, με βάση και τη μαρτυρία του Σταμάτη Καμπάνη στον Ν. Βασιλόπουλο 18.

Η αποτειχισμένη ταφική πλάκα του Περράκη Καμπάνη (1695 – 1760) και η παλιά βρύση στον «πύργο Νταπόντε / Σαργιάννη / Κλεμανσώ». Η φωτογραφία της πλάκας από το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση – «Κτητορικές επιγραφές της Άνδρου».

Η πηγή και ο νηχτός (ποτιστικό αυλάκι) στον Γαλαγκά Κορθίου, δίπλα στον «Πύργο Νταπόντε / Σαργιάννη / Κλεμανσώ». Η στράτα μετά από λίγα μέτρα οδηγεί δίπλα στην παλιά πηγή της Κώμης απέναντι από τη Θεοσκέπαστη και τον παλαιοχριστιανικό Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στο Κόρθι.
Άσχετα πάντως από το αν ο αρχικός πύργος της κτητορικής επιγραφής του 1694 του Αυγ. Νταπόντε ήταν αυτός στον Γαλαγκά ή αυτός που περιήλθε αργότερα στην ιδιοκτησία του Μ. Ζ. Καμπάνη, οφείλουμε να ερευνήσουμε το πώς η επιγραφή της οικογένειας Νταπόντε κατέληξε στην οικογένεια Καμπάνη. Ως προς αυτό μας βοηθάει ιδιαίτερα η έρευνα που διεξήγαμε στο πλαίσιο της δεύτερης γραπτής μαρτυρίας που θα εξετάσουμε.
Ένας Ιησουίτης περιηγητής περιγράφει το Κόρθι το 1701
Ο Ιησουίτης Jacques Xavier Portier κατέγραψε την περιήγησή του στην Άνδρο, την άνοιξη του 1701. Σε αυτή περιλαμβάνονται αναφορές στη Χώρα της Άνδρου, στην Άρνη, στο Γαύριο αλλά και στην περιοχή του Απάνω Κάστρου, η οποία αντιστοιχεί στην περιφέρεια του Κορθίου. Η αυτοψία του αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία ανθρώπου που επισκέφθηκε την περιοχή αυτή της Νότιας Άνδρου και περιέγραψε το οικιστικό της περιβάλλον.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το Απάνω Κάστρο είναι μία κοιλάδα περιτριγυρισμένη από λόφους, καλυμμένους με χωριουδάκια. Στις πλαγιές των λόφων είναι χτισμένοι δεκαπέντε με είκοσι πύργοι των αρχόντων του νησιού. Αυτό που ξεχωρίζει σ’ αυτό τον τόπο είναι τα ερείπια μιας εκκλησίας ή αρχαίου ναού. Ο θόλος υπάρχει ακόμη και φαίνεται να είναι καλαίσθητος. Το λιθόστρωτο είναι από λευκό και μαύρο μάρμαρο πολύ στιλβωμένο, το οποίο φέρει τριαντάφυλλα και άνθινα μοτίβα δουλεμένα με μεγάλη μαστοριά. Οι ντόπιοι διαβεβαιώνουν πως, ανασκάπτοντας τα ερείπια της πλευράς του ναού που κατέρρευσε, βρήκαν μια εικόνα της Παναγίας, η οποία τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή.»20

Το πρωτότυπο κείμενο του 1701 του Ιησουίτη ιεραπόστολου Jacques Xavier Portier 21
.
Η ανωτέρω περιγραφή μας δίνει μια σειρά από πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Η περιοχή της κοιλάδας του Κορθίου καταγράφεται ως Απάνω Κάστρο, κάτι που συμπίπτει με το Οθωμανικό κατάστιχο της ίδιας περίπου εποχής (1670), όπου κάτω από την περιφέρεια Απάνω Κάστρου καταστιχώνονται όλα τα χωριά της περιοχής του Κορθίου 22. Από την αναφορά για δεκαπέντε με είκοσι πύργους αρχόντων του νησιού, είναι σαφές ότι ο περιηγητής επισκέφθηκε την περιοχή όπου σήμερα συναντάμε το Κόρθι και τ’ Αηδόνια. Στα 1701, έχει ήδη επισυμβεί η άλωση της Χώρας από τον κουρσάρο Crevelliers (1674) η οποία εξώθησε του άρχοντες του νησιού να δημιουργήσουν μια σειρά από πύργους εκτός του Κάτω Κάστρου 23. Η πλειοψηφία αυτών βρισκόταν στην περιοχή της Μεσαριάς, αλλά και σε άλλα σημεία όπως στ’Απατούρια, στ’Αποίκια και στο Κόρθι.
Ο ιεραπόστολος αναφέρεται στα ερείπια ενός θολωτού ναού που η μια πλευρά του έχει καταρρεύσει, ενώ ο καλαίσθητος τρούλος φαίνεται να αντέχει ακόμη. Οι μοναδικοί δύο τρουλαίοι ναοί εντός οικιστικών περιοχών, που στέκουν σήμερα στην περιοχή του Κορθίου και υπήρχαν το 1701, αντιστοιχούν στις δύο ιστάμενες βυζαντινές εκκλησίες στο Κόρθι: τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Ο Άγιος Νικόλαος
Ο Άγιος Νικόλαος βρισκόταν σε λειτουργία εκείνη την εποχή, καθώς στα 1670 αποτελούσε ενοριακό ναό με βάση το Οθωμανικό κατάστιχο 24. Όπως αναφέραμε παραπάνω, στα 1670 καταγράφεται στην ενορία του Αγίου Νικολάου, ο ευπορότερος κάτοικος της περιφέρειας Απάνω Κάστρου, ο Γιαννάκης Νταπόντε του Αυγουστή. Θα μπορούσε τριάντα χρόνια αργότερα, όταν πέρασε ο Portier,
ο Άγιος Νικόλαος να παρουσίαζε εικόνα καταρρέοντος ναού; Οι πιθανότητες ως προς αυτό εκ πρώτης όψεως δεν είναι πολλές.

Ο μεσοβυζαντινός Άγιος Νικόλαος του Κορθίου (12ος αι.) από τα βορειοανατολικά
Ωστόσο, ο ναός αυτός βρισκόταν πάνω στην Αρχοντική στράτα γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα ο Ιησουίτης Portier να πέρασε από αυτό το σημείο. Επιπρόσθετα, η αρχιτεκτονική ανάλυση του ναού από τον Βασιλειάδη 25 και τους Χ. Μπούρα & Λ. Μπούρα 26 καταδεικνύει ότι ο μεσοβυζαντινός ναός (12ος αι.) έχει δεχθεί σειρά επεμβάσεων με κατεδαφίσεις τοίχων, μεταξύ άλλων για την ένωσή του με τα παρεκκλήσια του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Παντελεήμονα, το σφράγισμα αρχικών παραθύρων του αλλά και την ανακαίνιση της δυτικής πλευράς του, με την προσθήκη προστώου, κωδωνοστασίου και νεότερου θυρώματος.
Πάνω από το θύρωμα στα δυτικά βρίσκουμε επιγραφή που αναφέρει: «ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΘΗ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΘΥΡΑ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΩΝ ΤΖΑΝΝΕ ΤΑΠΟΝΤΕ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 1730»

Η επιγραφή στον Άγιο Νικόλαο Κορθίου που αναφέρει: «ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΘΗ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΘΥΡΑ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΩΝ ΤΖΑΝΝΕ ΤΑΠΟΝΤΕ Κ(ΑΙ) ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 1730».
Ο Δημ. Πολέμης πιθανολογεί ότι ο Τζάννες Νταπόντε, ο οποίος χρηματοδότησε την ανακαίνιση του θυρώματος του Αγίου Νικολάου, υπήρξε πιθανότατα γιος του Αυγ. Νταπόντε του μεγάλου γαιοκτήμονα της περιοχής του Κορθίου στις αρχές του 18ου αι. 27, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για τον παραγγελιοδότη της επιγραφής του 1694.
Μάλιστα, ο Ζάννες Νταπόντε αναφέρεται ως γραμματικός του Απάνω Κάστρου 28 στα φορολογικά κατάστιχα του 1721. Σε αυτά τα έγγραφα υπογράφει ως «Ζάννες Νταπόντε»29, ενώ σε άλλα φορολογικά έγγραφα της ίδιας περιόδου αναφέρεται ως «Τζάννες» 30 ή «Τζαννής» 31.
Παρ’ό,τι σε αυτά τα έγγραφα περιλαμβάνεται πλειάδα αρχόντων και άλλων κατοίκων του Απάνω Κάστρου, δεν προκύπτει από κάπου ότι οι διαφορετικές παραλλαγές του ονόματος παραπέμπουν σε διαφορετικά πρόσωπα, καθώς σε κάθε έγγραφο αποτυπώνεται μόνο μία μορφή του ονόματος αυτού με συνέπεια. Δηλαδή σε κάθε έγγραφο αναφέρεται μονάχα ο τύπος «Ζάννες» ή μονάχα ο τύπος «Τζάννες» ή αντίστοιχα «Τζαννής» ή «Γιαννάκης». Σε άλλο έγγραφο λοιπόν του 1722, που συνομολογείται στη Λαρδιά, ορίζεται ως επίτροπος ο «μισέρ Γιαννάκης Αγουστή Ταπόντε» 32. Το 1734 ο «μισέρ Τζάννες Ταπόντε» αναφέρεται σε πώληση χωραφιού στου Κοχύλου 33.
Δεν αποκλείεται ο «σιορ Γιαννάκης Νταπόντε» ή «σιορ Γιάννης Νταπόντε» του Αυγουστή, να ήταν ο ιδιοκτήτης γύρω στα 1720 του πύργου στον Γαλαγκά στον οποίο έμεινε το παρεφθαρμένο όνομα «Σαρ-γιάννης» ή «Σαρ-γιαννάκης» από τον τίτλο τιμής «σιορ», μιας και η τοπική παράδοση θέλει ο «Σαργιάννης» ή «Σαργιαννάκης» να ήταν άρχοντας του Κορθίου.
Πάντως σε πύργο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο υπάρχει κτητορική επιγραφή με την αναφορά: «1733 Ιω ΤΑΠΟVT(Ε)» και ο Δημ. Πολέμης πιθανολογεί ότι συνδέεται με τον ανωτέρω Τζάννε Νταπόντε 34. Ο πύργος αυτός, βρίσκεται ακριβώς μπροστά και λίγο χαμηλότερα από τον πύργο του Μ. Ζ. Καμπάνη όπου συναντούμε την επιγραφή του 1694 με την αναφορά στον Αυγ. Νταπόντε, καθώς κινούμαστε στην Αρχοντική Στράτα από τον Άγιο Νικόλαο προς την πλατεία του Κορθίου. Ίσως λοιπόν εκεί έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μιας και με βάση σημείωμα από τη Σχολή της Αγίας Τριάδας του Κορθίου 35, αναφέρεται ο θάνατος του «γερο-Ζάννε Ταπόντε» το 1735.

Αριστερά η κτητορική επιγραφή του 1733 στον πύργο του Ιω. Νταπόντε απέναντι από τον μεσοβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στο Κόρθι. Δεξιά το οικόσημο του Καμπάνη – «Παντία» από κατεδαφισμένο πύργο στη Μεσαριά (σήμερα εντοιχισμένο σε δεξαμενή μπαξέ στην Άβυσσο).
Το οικόσημο που απεικονίζεται σε αυτή την επιγραφή παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού στο κάτω τμήμα του βλέπουμε και πάλι σχέδιο που φαίνεται να εμπνέεται από τη γέφυρα των Νταπόντε στην επιγραφή του 1694, ενώ στο πάνω τμήμα περιλαμβάνει ένα δημοφιλές θέμα: «την παράσταση των αντωπών λιονταριών που πλαισιώνουν το δέντρο της ζωής». Η παράσταση αυτή φαίνεται να αντιγράφει οικόσημο των Καμπάνη, που χρονολογείται το 1731, το οποίο ήταν τοποθετημένο στον κατεδαφισμένο πύργο του Καμπάνη – «Παντία» στη Μεσαριά 36.
Η ανακαίνιση της δυτικής πλευράς του Αγίου Νικολάου, με την προσθήκη του προστώου και του κωδωνοστασίου, με βάση την εκτίμηση του Βασιλειάδη, φαίνεται να έγιναν την ίδια περίπου περίοδο με την αλλαγή του θυρώματος στα 1730 από τον Τζάννε Νταπόντε. Μάλιστα ο ίδιος μελετητής του Αγίου Νικολάου, ανέγνωσε τη χρονολογία: «1716» στον ξυλόγλυπτο σταυρό του τέμπλου πάνω από την Ωραία Πύλη του ναού 37. Αντίθετα, η κατεδάφιση του νότιου τοίχου και η ένωση του ναού με τα παρεκκλήσια του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Παντελεήμονα έλαβε χώρα μετά το 1833, καθώς σε έγγραφο του Επαρχείου, προτεινόταν η συγκεκριμένη ενέργεια προκειμένου ο ναός να επεκταθεί περαιτέρω 38.

Η δυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου στο Κόρθι με τις προσθήκες του 18ου αι. (προστώο, ανακαίνιση θυρώματος, κωδωνοστάσιο).
Με βάση τα ανωτέρω, φαίνεται ότι ο ναός δεχόταν τις διαρκείς φροντίδες των Αρχόντων της περιοχής στις αρχές του 18ου αι. Η χρονολογία του 1716 στον ξυλόγλυπτο σταυρό του τέμπλου, καθιστά παράδοξο και μάλλον απίθανο η ανακαίνιση της δυτικής πρόσοψης του ναού στα 1730 να έγινε για να αποκατασταθούν τα σοβαρά προβλήματα που διαπίστωσε και κατέγραψε το 1701 ο Portier σε κάποιο τρουλαίο ναό του Κορθίου. Υπενθυμίζεται ότι ο περιηγητής διαπίστωσε κατάρρευση πλευράς του ναού, συνεπώς η οποιαδήποτε ανανέωση του τέμπλου πριν από την αποκατάσταση της πρόσοψης θα ήταν προβληματική.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
Η άλλη εκκλησία με τρούλο στο Κόρθι είναι ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Ο ναός αυτός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστάμενα μνημεία της Άνδρου. Από το τέλος του 2004 έως το 2008 η πρώην 2η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων πραγματοποίησε, σε αγαστή συνεργασία με τον τότε Δήμο Κορθίου, εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου. Παράλληλα, η ανασκαφική έρευνα στον χώρο έφερε στο φως ευρήματα εξαιρετικής σημασίας.

Ο παλαιοχριστιανικός ναός (5ος – 6ος αι.) του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κόρθι – νότια πλευρά
Τα πορίσματα των ανασκαφών και των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης του ναού έχουν δημοσιευτεί από τον Διευθυντή της πρώην 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Χαράλαμπο Πέννα 39, τον αρχιτέκτονα Σταύρο Μαμαλούκο που εκπόνησε τη μελέτη για τη συντήρηση και αποκατάσταση του μνημείου40, τον Νίκο Βίττη που επέβλεψε τη συντήρηση των τοιχογραφιών 41 και την αρχαιολόγο Μαρίνα Βόγκλη που μελέτησε την κεραμική από την ανασκαφική έρευνα μαζί με τη Σταυρούλα Παπανικολοπούλου 42.
Από τις δημοσιεύσεις τους προκύπτει ότι ο ναός αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παλαιοχριστιανικά μνημεία στην Ελλάδα. Ο ναός χρονολογείται στον 5ο με 6ο αι. ενώ τα ανασκαφικά ευρήματα καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα, από την υστερορρωμαϊκή περίοδο μέχρι τη μεταβυζαντινή εποχή. Ο ναός αποτελεί έναν ιδιότυπο και σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο ναού που κτίστηκε στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και παρουσιάζει μια συνέχεια στη χρήση του που φτάνει, τουλάχιστον ως προς τον ζωγραφικό του διάκοσμο, μέχρι τη μεσοβυζαντινή εποχή 43.

Το εσωτερικό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου κοιτώντας προς το ιερό του ναού
Μεταξύ 1882 – 1884 ένας άλλος περιηγητής, ο James Theodore Bent επισημαίνει ότι: «Το Κόρθι μπορεί να καυχηθεί για κάποιες αξιόλογες εκκλησίες, μία βυζαντινής αρχιτεκτονικής πολύ πρώιμης περιόδου και άλλη μία ερειπωμένη πια, ιδιαίτερα γραφική όμως στην κατάστασή της – πνιγμένη τόσο από ελιές και συκιές που δύσκολα κατορθώνει να μπει κανείς – και η στέγη της καλύπτεται από αναρριχώμενα φυτά, ενώ από κάποια παραξενιά της φύσης στην κορυφή της φυτρώνει ένα κυπαρίσσι.» 44
Το ανωτέρω απόσπασμα χωρίς καμιά αμφιβολία αναφέρεται στις δύο ιστάμενες βυζαντινές εκκλησίες του Κορθίου δηλαδή τον μεσοβυζαντινό Άγιο Νικόλαο και τον παλαιοχριστιανικό Θεολόγο. Η ύπαρξη του κυπαρισσιού στη στέγη αλλά και η συνολική περιγραφή του μνημείου με τα αναρριχώμενα φυτά και τον πνιγμένο από τις ελιές και συκιές περιβάλλοντα χώρο, φέρνει στο νου την περιγραφή των αρχαιολόγων πριν την εκκίνηση των εργασιών αποκατάστασης του Θεολόγου.
Πράγματι, οι τοίχοι του ναού ήταν καλυμμένοι από ρίζες αναρριχητικών φυτών, ενώ οι επιχώσεις είχαν κατακλύσει το κενό ανάμεσα στους αναλημματικούς τοίχους και τη δυτική πλευρά του ναού, καλύπτοντας και μέρος του νότιου τοίχου. Αυτό επέτρεπε σε κάποιον να μπορεί να περπατήσει ανεμπόδιστα από τη γειτονική αιμασιά πάνω στη δυτική κεραία του ναού και μέχρι την κορυφή του τρούλου 45. Οι φωτογραφίες της εποχής πριν την αποκαστάσταση παρουσιάζουν τις ελιές και τη γύρω βλάστηση να πνίγουν το μνημείο.

Η εικόνα του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου πριν την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης 46 (φωτ. Στ. Μαμαλούκος 2003).
Η εικόνα ερειπωμένου ναού που καταγράφει ο Bent λοιπόν στα τέλη του 19ου αι., φέρνει στο νου τη μαρτυρία και του Ιησουίτη Portier 180 χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, η αναφορά του Portier στα ερείπια πλευράς του ναού που κατέρρευσε δημιουργεί εύλογα ερωτήματα.
Η αρχιτεκτονική μελέτη του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου δεν καταγράφει κατάρρευση κάποιας πλευράς του ναού. Σημειώνεται: «στη νότια πλευρά του τρούλου άνοιγμα φθοράς διαμέτρου μισού μέτρου, όπου κατέληγαν τα νερά της βροχής, κυκλοφορούσαν τα πετεινά και παγιδεύονταν πουλερικά ή μικρά ζώα της περιοχής»47, αλλά όχι κάποια αναφορά σε κατάρρευση κάποιας πλευράς του ναού, η οποία θα επέτρεπε την ανασκαφή των ερειπίων του. Τα σημεία πρόσβασης στον ναό ιστορικά διαφοροποιήθηκαν, λόγω των προβλημάτων προσέγγισης στη νότια πλευρά 48, ωστόσο και πάλι οι συγκεκριμένες εργασίες φαίνεται να έγιναν χωρίς να έχει επέλθει κάποια κατάρρευση πλευράς του ναού. Αν πράγματι η συγκεκριμένη αναφορά του Portier αφορά τον Θεολόγο, τότε ίσως η περιγραφή σχετίζεται με την επίχωση που είχε κατακλύσει το κενό στη δυτική πλευρά του ναού κι ενδεχομένως έδινε την εικόνα κατάρρευσης.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος το 2007. Διακρίνεται η φραγμένη νότια είσοδος πριν την αποκατάστασή της.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Η Θεοσκέπαστη, ο Θεολόγος και ο Άγιος Δημήτριος Κορθίου (αεροφωτογραφία: Βαγγέλης Λουκίσας)
Ένα τρίτο ενδεχόμενο
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η περιγραφή του Ιησουίτη Portier στα 1701 για έναν τρουλαίο ναό στο Κόρθι του οποίου η μία πλευρά είχε καταρρεύσει, δεν μπορεί να ταυτιστεί με βεβαιότητα ούτε με τον Άγιο Νικόλαο, ούτε με τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Ο μεν Άγιος Νικόλαος φαίνεται να λειτουργούνταν με ενορίτες άρχοντες της περιοχής που φρόντιζαν για τη συντήρησή του. Μονάχα υπό εξαιρετικές συνθήκες θα μπορούσε να είχε συμβεί κατάρρευση της δυτικής πλευράς του ναού κατά την περίοδο που επισκέφθηκε το Κόρθι ο Portier, την οποία αποκατέστησαν οι Άρχοντες της περιοχής κατά την ανακαίνιση που έλαβε χώρα έως το 1730. Στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, από την αρχιτεκτονική μελέτη του παλαιοχριστιανικού ναού, δεν προέκυψε κάποια κατάρρευση πλευράς του ναού. Μονάχα αν ο ιεραπόστολος εξέλαβε την επίχωση που κατέκλυσε το κενό ανάμεσα στον αναλημματικό τοίχο και τη δυτική πλευρά του ναού, ως κατάρρευση της μιας πλευράς του ναού, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο Portier αναφερόταν στον Θεολόγο.
Σε αυτό το πλαίσιο θα εξετάσουμε ένα τρίτο ενδεχόμενο, κατά πόσο δηλαδή ο Portier θα μπορούσε να αναφέρεται σε έναν ερειπωμένο ναό που προϋπήρχε δίπλα στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στον χώρο που καταλαμβάνει σήμερα ο ναός της Θεοσκέπαστης και η πλατεία μπροστά της.
Η αρχιτεκτονική και η αρχαιολογική μελέτη του Θεολόγου συντείνουν προς το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιου μεγαλύτερου παλαιοχριστιανικού ναού στο πλάι του Θεολόγου. Ο Στ. Μαμαλούκος, στην αρχιτεκτονική μελέτη του ναού, επισημαίνει «ότι το ιδιότυπο κτίσμα που στεγάζει σήμερα τον ναό του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου δεν κτίσθηκε εξαρχής ως εκκλησία, αλλά απέκτησε αυτή τη χρήση σε μεταγενέστερη εποχή… Η παρουσία των σταυρών στα σφαιρικά τρίγωνα δεν αφήνει αμφιβολία για το ότι επρόκειτο για χριστιανικό κτίσμα με θρησκευτική λειτουργία… Δεν αποκλείεται να χρησίμευε ως βαπτιστήριο προσαρτημένο σε κάποια άγνωστη προς το παρόν παλαιοχριστιανική βασιλική…»49. Ο αρχιτέκτονας εναλλακτικά θεωρεί ότι θα μπορούσε να είχε αρχικά κτιστεί ως μαρτύριο ή χώρος ταφής σημαντικών προσώπων.49
Επίσης αναφέρει ότι: «το κτίσμα χαρακτηρίζεται από κανονικό και ακριβή σχεδιασμό, αρκετά ακριβείς χαράξεις εφαρμογής και σχετικά υψηλή κατασκευαστική ακρίβεια… Η μοναδική εξαίρεση στην κανονικότητα της χάραξης των τοίχων, που περιορίζεται στην περιοχή του ανατολικού σκέλους του σταυρού, πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε κάποιαν άγνωστη σε εμάς δέσμευση του αρχιτέκτονα του κτιρίου.» 50 Ότι δηλαδή κάποιο άλλο ογκώδες κτίσμα στεκόταν ανατολικά του Θεολόγου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία μπροστά από τη Θεοσκέπαστη.

Τμήμα των τοιχογραφιών στον τρούλο του Θεολόγου. Διακρίνονται τέσσερις προφήτες και αριστερά η Παναγία Δεομένη. Κάτω δεξιά φαίνεται ο κεραμικός διάκοσμος των σφαιρικών τριγώνων, όπου σχηματίζεται λατινικός σταυρός (φωτ. 2010).
Ο Χαρ. Πέννας αποδίδει τη διαφορά στο μέγεθος της ανατολικής κεραίας του ναού σε σχέση με τις υπόλοιπες, στη μεγάλη κλίση του εδάφους στο σημείο όπου είναι εγγεγραμμένη η κόγχη του ιερού. Λαμβάνοντας υπόψη το παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό δαπέδου που διασώθηκε και εντάχθηκε στην εκκλησία της Θεοσκέπαστης, εκτιμά ότι «αν η Θεοσκέπαστη καταλαμβάνει τη θέση μιας βασιλικής, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος θα μπορούσε να αποτελεί το βαπτιστήριό της» ή εναλλακτικά «ενδεχομένως- να πρόκειται για ένα μαρτύριο μεγάλων διαστάσεων»51.

Κάτοψη του Θεολόγου. Η ανατολική κεραία όπου είναι εγγεγραμμένη η κόγχη του ιερού, είναι μικρότερη από τη βόρεια, δυτική και νότια κεραία, είτε λόγω «κάποιας άγνωστης σε εμάς δέσμευσης του αρχιτέκτονα» 52 , είτε λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους στο συγκεκριμένο σημείο 53 (αεροφωτογραφία: Βαγγέλης Λουκίσας).
Φαίνεται λοιπόν ότι οι μελετητές του ναού είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι λόγω της ιδιοτυπίας του ναού του Θεολόγου, αυτός αρχικά μάλλον ήταν κάποιο δευτερεύον χριστιανικό κτίσμα δίπλα σε μία μεγαλύτερη χριστιανική εκκλησία, λογικά βασιλική, με βάση τα ειωθότα της παλαιοχριστιανικής εποχής. Την εκδοχή αυτή ενισχύουν τα πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν εντοπιστεί εντοιχισμένα σε δεύτερη χρήση στους γύρω από τον Θεολόγο ναούς. Πράγματι παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη έχουν εντοπιστεί στον Άγιο Δημήτριο 54, στο ανακαινισμένο δυτικό τμήμα του Αγίου Νικολάου και στα Εισόδια της Θεοτόκου, σε μικρή απόσταση από τον Θεολόγο.
Στη Θεοσκέπαστη έχει εντοπιστεί εντοιχισμένο και ανάγλυφο 55 που έχει χρονολογηθεί στον 7ο ή 8ο αι. Στην ίδια εκκλησία, όπως αναφέραμε, συναντούμε, στο σκαλοπάτι της Ωραίας Πύλης, ψηφιδωτό δαπέδου με άνθινα μοτίβα με μαύρες ψηφίδες σε λευκό βάθος 56. Το μοτίβο του ψηφιδωτού μάς θυμίζει την αναφορά στα 1701 του Ιησουίτη περιηγητή στο δάπεδο του ερειπωμένου τρουλαίου ναού: «από λευκό και μαύρο μάρμαρο πολύ στιλβωμένο, το οποίο φέρει τριαντάφυλλα και άνθινα μοτίβα δουλεμένα με μεγάλη μαστοριά».

Το ψηφιδωτό που διασώθηκε ενταγμένο στο σκαλοπάτι της Ωραίας Πύλης της Θεοσκέπαστης (φωτ. Σπύρος Τσαούσης).
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ιεραπόστολος κατέγραψε το λιθόστρωτο ως αποτελούμενο από λευκό και μαύρο μάρμαρο χωρίς να αναφέρει κάποιο ψηφιδωτό δαπέδου, περιορίζει το ενδεχόμενο να είδε πράγματι το ψηφιδωτό που διασώθηκε και εντάχθηκε στη Θεοσκέπαστη. Επίσης παρ’ ό,τι ο Χαρ. Πέννας χρονολογεί το ψηφιδωτό στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, επισημαίνοντας τους συμπλεκόμενους κύκλους που σχηματίζουν τετράφυλλα με περίτεχνα σταυρικά κοσμήματα στο κέντρο τους 57, ο Αν. Καθηγητής Γ. Πάλλης εξέφρασε την άποψη ότι τα μοτίβα και η επιλογή των χρωμάτων του ψηφιδωτού θα μπορούσαν να το αναχρονολογήσουν ίσως στη ρωμαϊκή ή ακόμη και την ελληνιστική εποχή. Έτσι το ψηφιδωτό αυτό ίσως να είχε εντοπιστεί σε κάποια κοντινή αρχαία οικία και από εκεί να μεταφέρθηκε στη Θεοσκέπαστη.
Καθώς η αναφορά του Ιησουίτη περιηγητή του 1701 στον τρουλαίο ναό του Κορθίου, δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη μελέτη του ναού του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου από τη Β’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, συζητήσαμε με τον Στ. Μαμαλούκο κατά πόσο θα μπορούσε η μαρτυρία αυτή να επιβεβαιώνει τη θεωρία των επιστημόνων για ύπαρξη παλαιότερα κοντά στον Θεολόγο μιας μεγαλύτερης χριστιανικής εκκλησίας η οποία ερειπώθηκε. Η εκτίμηση του αρχιτέκτονα καθηγητή ήταν ότι πράγματι αυτή η μαρτυρία είναι πιθανότερο να σχετίζεται με αυτό τον μεγαλύτερο βυζαντινό ναό, την ύπαρξη του οποίου υπέθεσαν, παρά με τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο ή τον Άγιο Νικόλαο.
Για να ισχύει όμως αυτό το ενδεχόμενο θα πρέπει να μην βεβαιώνεται από κάπου ότι υπήρχε σε λειτουργία κάποιος ναός στη θέση της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, όταν πέρασε από εκεί ο ιεραπόστολος Portier στα 1701, κι ότι αντίθετα τον χώρο αυτό καταλάμβανε μια βυζαντινή εκκλησία η οποία αφέθηκε να ερειπωθεί τους προηγούμενους ταραγμένους αιώνες.
Πέρα από τη μαύρη πανώλη που έπληξε πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα μέσα του 14ου αι., η ασφυκτική πίεση που άσκησαν οι Οθωμανοί στις Λατινοκρατούμενες κτήσεις του Αιγαίου τον 15ο και 16ο αι., οδήγησε τους κατοίκους της περιοχής του Κορθίου στο να αναζητήσουν καταφύγιο στο Απάνω Κάστρο, δημιουργώντας οικισμό εκεί, τουλάχιστον κατά τον 16ο αι. 58. Η συντήρηση λοιπόν μιας μνημειώδους εκκλησίας στην περιοχή του Κορθίου, η οποία μετρούσε ήδη περί τα χίλια χρόνια, ενδέχεται να πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Κλειδί σε αυτή την ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη ναού στη θέση αυτή, είναι η αναφορά του Ιησουίτη ιεραπόστολου στην εύρεση εικόνας της Παναγίας που τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή. Ποιος ήταν λοιπόν ο ναός της Παναγίας στην περιοχή, τον οποίο τιμούσαν ιδιαίτερα οι Κορθιανοί;
Η Παναγία του Κορθίου στις αρχές του 18ου αι.
Όπως αναφέραμε, η πρώτη ενορία που καταγράφεται στην Οθωμανική απογραφή του 1670 στην περιφέρεια Απάνω Κάστρου είναι η Παναγία Κορθίου 59. Εντός του οικισμού του Κορθίου, η Παναγία σήμερα τιμάται στον ναό της Θεοσκέπαστης και στον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ποιος από αυτούς τους δύο ναούς λοιπόν υπήρχε κατά την Οθωμανική απογραφή του 1670 και το 1701 όταν διήλθε ο ιεραπόστολος Portier;
Ένα πρώτο στοιχείο που διαπιστώνουμε στην απογραφή του 1670 είναι ότι η Θεοσκέπαστη της Χώρας καταγράφεται με το αγιωνύμιο αυτό στα 1670. Αντίθετα, ο ναός που καταγράφεται στο Κόρθι ως Παναγία, δεν φέρει τον χαρακτηρισμό «Θεοσκέπαστη»60.

Ο τρίκλιτος ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κόρθι.
Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου φαίνεται να είναι στενά συνυφασμένος με την αρχοντική οικογένεια Καμπάνη. Πράγματι ο ναός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στον Θεολόγο και μερικούς από τους πρώτους πύργους της οικογένειας Καμπάνη στο Κόρθι.
Ο Δημ. Πολέμης έχει υποστηρίξει με ενάργεια ότι η οικογένεια Καμπάνη αποτελούσε κλάδο της οικογένειας Αθανάση (ή Αθανασίου) 61. Παρ’ό,τι μέλος της οικογένειας Καμπάνη μας εξέφρασε αμφιβολίες για τη θεώρηση του Πολέμη, γεγονός είναι ότι στην Οθωμανική απογραφή του 1670 το επώνυμο Καμπάνη απουσιάζει παντελώς από τους καταλόγους του περιουσιολογίου της Άνδρου, ενώ αντίθετα η οικογένεια Αθανάση εμφανίζεται με 8 εγγραφές. Μάλιστα, ο Αλεξανδρής Αθανάσης του Σταματέλου καταγράφεται ως ο ευπορότερος άρχοντας σε ολόκληρη την Άνδρο την εποχή εκείνη. Η αρχοντική οικογένεια Αθανάση στα 1670 κατοικούσε αποκλειστικά στη Χώρα 62. Στο Κόρθι κάνει την εμφάνιση της μετά την άλωση της Χώρας στα 1674 από τον κουρσάρο Crevelliers.

Το σύνολο των καταγραφών της οικογένειας Αθανάση στην Οθωμανική απογραφή του 1670.
Σε αυτό το πλαίσιο, στην οικία Ιωάννη Σκόρδου ο Δημ. Πολέμης έχει επισημάνει επιγραφή του 1695 με κτήτορα τον Δημήτριο Αθανασίου του Αλεξάνδρου 63. Πιθανότατα επρόκειτο για υιό του ανωτέρω Αλεξαντρή Αθανάση του Σταματέλου, ο οποίος κατείχε σημαντικές εκτάσεις τόσο στην κεντρική όσο και στη νότια Άνδρο.
Σε μικρή απόσταση από τα Εισόδια της Παναγίας, στην είσοδο του Κορθίου από το γεφύρι του Γαλαγκά, συναντούμε τον πύργο του Σταματέλου Καμπάνη. Εκεί υπάρχει η κτητορική επιγραφή με τα αρχικά «ς Κ» 64 και τη χρονολογία 1738.

Το οικόσημο στον πύργο Καμπάνη – Καλάβρια στο Κόρθι (νυν οικία Κρούση) με την αναγραφή του έτους 1738 και με τα αρχικά: «ςΚ» που παραπέμπουν στον Σταματέλο Καμπάνη. Το οικόσημο με τον δικέφαλο αετό πλέον, τονίζει την ορθόδοξη πίστη της οικογένειας.
Στα 1750 στο βιβλίο Βαπτίσεων της Καθολικής Εκκλησίας της Άνδρου, συναντούμε ως νονούς σε βάπτιση στον Άγιο Νικόλαο Κορθίου, το ζεύγος Σταματέλου Καμπάνη και Μαρίας, κόρης του Αυγουστίνου Νταπόντε 65.
Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1766 στον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κόρθι πραγματοποιείται ταφή του Σταματέλου Καμπάνη από τον υιό του Νικόλαο. Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση του Δημ. Πολέμη στα 1962, επί του δαπέδου του ιερού βήματος, μερικώς καλυπτόμενες από το τέμπλο, βρίσκονται πέντε επιτύμβιες πλάκες 66. Μέλος της οικογένειας Καμπάνη μας πληροφόρησε ότι ανάμεσα στις επιτύμβιες πλάκες υπάρχει και το όνομα του Αυγ. Νταπόντε, ενώ τα υπόλοιπα ονόματα δεν είναι ευανάγνωστα. Ίσως πρόκειται για ταφές των γυναικών τους.

Ο πύργος του Σταματέλου Καμπάνη – Καλάβρια με την επιγραφή του 1738.
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω τεκμήρια, προκύπτει η σύνδεση στο πρώτο μισό του 18ου αι. των οικογενειών Σταματέλου Καμπάνη με αυτή του Αυγ. Νταπόντε. Η σύνδεση αυτή σχετίζεται χωρικά και με τις ενοριακές εκκλησίες της περιοχής: την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο. Φαίνεται λοιπόν ότι χάρη σε διαδοχικούς γάμους ανάμεσα στην οικογένεια Νταπόντε και Καμπάνη, η κυριαρχία των πρώτων στην περιοχή μέχρι το 1730 σταδιακά πέρασε στην οικογένεια Καμπάνη. Κάπως έτσι φαίνεται να περιήλθε και η επιγραφή του 1694 του Αυγ. Νταπόντε στην κατοχή της οικογένειας Καμπάνη.
Η ταφή του Σταματέλου Καμπάνη στα 1766 στα Εισόδια της Θεοτόκου, φανερώνει τη σχέση που είχε η οικογένεια με τον ναό ήδη από αυτή την εποχή. Επιπρόσθετα ο Δημ. Πολέμης στην ίδια δημοσίευση, ως παλαιότερη καταγραφή από τον ναό της Θεοσκέπαστης επισημαίνει την επιγραφή ανακαίνισης της Αγίας εικόνας της Θεοτόκου, η οποία σύμφωνα με τη σημείωσή του δεν φαίνεται παλαιότερη των αρχών του 19ου αι.67

Το ανακαινισμένο βόρειο και κεντρικό κλίτος των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κόρθι.
Η μελέτη της αρχιτεκτονικής των επιπεδόστεγων τρίκλιτων βασιλικών της περιοχής του Κορθίου και των Αηδονίων από τον Δημ. Βασιλειάδη, συντείνει προς την κατεύθυνση ότι ο παλαιότερος από τους σωζόμενους τρίκλιτους ναούς είναι αυτός των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κόρθι, ο οποίος καταγράφεται κατά σειρά πρώτος. Στη συνέχεια αναφέρονται οι όμοιοι ως προς τα χαρακτηριστικά τους ναοί των Αγίων Σαράντα Αηδονίων και του Αγίου Ιωάννη της ομώνυμης συνοικίας της περιοχής. Στη συνέχεια καταγράφεται σαφώς ότι οι ανωτέρω τρεις ναοί, αποτέλεσαν το πρότυπο για τους μεταγενέστερους μακρύτερους, ευρύτερους και υψηλότερους τρίκλιτους ναούς της Θεοσκέπαστης, του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Πάντων κ.ά. 68

Η τομή και η κάτοψη των Εισοδίων Θεοτόκου στο Κόρθι από τον Δημ. Βασιλειάδη.69
Στα 1833 σε έκθεση του Επαρχείου, η Θεοσκέπαστη με χωρητικότητα 180 ατόμων και ιδιοκτήτη τον παπα-Γεώργιο Σκοπελίτη, χαρακτηρίζεται ως «Καινούρια και στέρεα, καλλωπισμένη, πλην πρέπει να κλείση, διότι εκκλησιάζονται μόνον 11 οικογένειαι, και να μεταβώσι εις τον Άγιον Νικόλαον.»70
Στην ίδια έκθεση η έτερη Παναγία της περιοχής με χωρητικότητα 80 ατόμων και ιδιοκτήτη τον Μ. Καμπάνη, χαρακτηρίζεται ως «Παλαιά και σεσαθρωμένη, δεν εφημερεύεται παρ’ο ίδιος ιερεύς της Θεοσκεπάστου εφημερεύει την μίαν εβδομάδα εκεί. Πρέπει να κλείση και να εκκλησιάζωνται εις τον Άγιον Νικόλαον.»70

Το ιερό στα Εισόδια της Θεοτόκου Κορθίου (φωτογραφία π. Ιάκωβος Στεφάνου).
Το ανωτέρω έγγραφο επιβεβαιώνει το πόρισμα της μελέτης του Δημ. Βασιλειάδη ενώ φανερώνει τη σχέση ιδιοκτησίας της οικογένειας Καμπάνη με τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου και οι ταφές της εν λόγω οικογένειας. Παράλληλα, καταγράφει την εκκλησία της Παναγίας ως παλαιά και σεσαθρωμένη, χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται σε σειρά ενοριακών εκκλησιών που αναφέρονται στο κατάστιχο του 1670 και οι οποίες δεν είχαν ανακαινιστεί για αρκετές δεκαετίες πριν το 1833. Ως παραδείγματα στην περιοχή του Κορθίου μπορούμε να αναφέρουμε τους Αγίους Σαράντα Αηδονίων (χωρητικότητα 50 ατόμων), την Παναγία Ρωγού (χωρητικότητα 60 ατόμων), τον Άγιο Νικόλαο Κοχύλου (χωρητικότητα 120 ατόμων), τη Ζωοδόχο Πηγή Πισκοπειού (χωρητικότητα 100 ατόμων), την Αγία Μαρίνα του ομώνυμου χωριού (χωρητικότητα 40 ατόμων), τον Άγιο Δημήτριο Αϊπατιών (χωρητικότητα 100 ατόμων), την Αγία Άννα Πίσω Μεριάς (χωρητικότητα 120 ατόμων), και τη Ζωοδόχο Πηγή Πίσω Μεριάς (χωρητικότητα 20 ατόμων).70

Φωτογραφία της περιοχής του Κορθίου όπου επισημαίνονται ο πύργος Γαλαγκά, οι βυζαντινοί ναοί του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, του Αγίου Νικολάου, καθώς και οι νεότεροι των Εισοδίων της Θεοτόκου και της Θεοσκέπαστης. Επίσης οι πύργοι των οικογενειών Νταπόντε και Καμπάνη, με τις κτητορικές επιγραφές που αναφέραμε.
Τέλος σε άρθρο που τιτλοφορείται «Τα χωριά του Κορθίου – Αφηγήσεις Τοπογράφου» και δημοσιεύτηκε το 1925, μεταξύ των πηγών του Κορθίου σημειώνεται ότι: «Άλλη ονομαστή πηγή είναι η της Κώμης. Εκεί ευρίσκεται και η εκκλησία Θεοσκέπαστη.» Παρακάτω στο κείμενο καταγράφονται οι υπόλοιπες εκκλησίες της περιοχής ξεκινώντας από τ’Αηδόνια. Φθάνοντας στο Κόρθι ο συγγραφέας, υπό το ψευδώνυμο «Αττικός» [= Δημήτριος Χατζόπουλος], θα αναφέρει: «Εκ των εκκλησιών του [Κορθίου] ενδιαφέρουν η παλαιά βυζαντινή του Αγ. Νικολάου, πλησίον της οποίας είναι ο Ταξιάρχης, ολίγον δε απωτέρω η Παλαιά Παναγία.»71 Προκύπτει λοιπόν και από αυτό το ιστορικό τεκμήριο, ότι η έτερη Παναγία του Κορθίου, αυτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, είχε το προσωνύμιο «Παλαιά Παναγία» στις αρχές του 20ου αι.

Παλαιοχριστιανικό γλυπτό σε δεύτερη χρήση ως ανώφλι στο παράθυρο του ιερού των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κόρθι.
Από τα ανωτέρω τεκμήρια προκύπτει ότι ο ναός που καταγράφεται στο κατάστιχο του 1670 ως Παναγία Κορθίου, πιθανότατα παραπέμπει στον σημερινό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η περιγραφή του Portier για την Παναγία που τιμάται στην περιοχή φαίνεται να σχετίζεται με τον εν λόγω ναό. Η ταφή του Σταματέλου Καμπάνη και του Αυγ. Νταπόντε στον ναό αυτό σε συνδυασμό με την παρουσία της αρχοντικής οικογένειας Αυγ. Νταπόντε στην ίδια ενορία στα 1670 και τη σχέση ιδιοκτησίας του ναού με την οικογένεια Καμπάνη στα 1833 ενισχύει την πεποίθηση της ισχυρής σχέσης των αρχοντικών οικογενειών της περιοχής με τον εν λόγω ναό. Η αρχιτεκτονική μελέτη του Δημ. Βασιλειάδη που επιβεβαιώνεται από το έγγραφο του 1833, φανερώνει ότι τα Εισόδια της Θεοτόκου προϋπήρξαν της κατασκευής της νεότερης Θεοσκέπαστης, ενώ η αφήγηση του 1925 καταγράφει ξεχωριστά τη Θεοσκέπαστη από την επονομαζόμενη «Παλαιά Παναγία» πλησίον του βυζαντινού Αγίου Νικολάου.

Πύργος της οικογένειας Καμπάνη στην είσοδο του Κορθίου από την Αρχοντική στράτα, σε μικρή απόσταση από τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Όλα τα ανωτέρω στοιχεία αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο στα 1701, στη θέση της σημερινής Θεοσκέπαστης ο Ιησουίτης Portier να βρήκε τα ερείπια μιας καταρρέουσας βυζαντινής εκκλησίας με τρούλο. Οι κοντινοί ναοί του Αγίου Δημητρίου, των Εισοδίων της Θεοτόκου και του ανακαινισμένου Αγίου Νικολάου, έχουν εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιοχριστιανικού ναού που θα μπορούσαν να έχουν αντληθεί από τον ερειπωμένο αυτό ναό. Αντίστοιχα η Θεοσκέπαστη έχει εντοιχισμένο γλυπτό που χρονολογήθηκε στον 7ο ή 8ο αι. Όλοι οι ανωτέρω ναοί φαίνεται να έχουν χτιστεί ή ανακαινιστεί γύρω από την περίοδο της διέλευσης του Portier και έως το 1810 όταν περίπου χτίζεται η Θεοσκέπαστη, συνεπώς η άντληση του υλικού από τον καταρρέοντα ναό είναι χρονικά συμβατή.
Εδώ αξίζει να επισημάνουμε ότι συνήθως οι ανακαινίσεις υφιστάμενων εκκλησιών διατηρούσαν σταθερή τη θέση της Αγίας Τράπεζας. Στην περίπτωση της Θεοσκέπαστης, είναι αρκετά πιθανό η ανατολική γωνία της βόρειας πλευράς του κτίσματος να έχει επεκταθεί ελαφρώς λόγω και της νέας τυπολογίας του ναού, καθώς αυτή φαίνεται να περνάει πάνω από ποτιστικό αυλάκι (νηχτό).

Αριστερά η Θεοσκέπαστη και δίπλα ο Θεολόγος. Στην ανατολική γωνία της βόρειας πλευράς της Θεοσκέπαστης περνάει ποτιστικό αυλάκι (νηχτός) το οποίο συνεχίζει περιμετρικά της περίφραξης της αυλής του ναού. Η χρήση του έχει αντικατασταθεί από σωλήνα που ακολουθεί παρόμοια πορεία. Είναι εμφανές ότι η κατασκευή του ναού επεκτάθηκε σε κάποιο βαθμό προς τη βορειοανατολική γωνία περνώντας πάνω από το ποτιστικό αυλάκι. Ο δε περίβολος της πλατείας φαίνεται να μην περικλείει ολόκληρη τη νεότερη εκκλησία, λόγω αυτής της επέκτασης (αεροφωτογραφία Βαγγέλης Λουκίσας).
Πάρα ταύτα, αν πράγματι ο Portier αναφερόταν σε προϋπάρχουσα παλαιοχριστιανική εκκλησία στη θέση της Θεοσκέπαστης, αμφιβολίες προκύπτουν από την αναφορά για ύπαρξη τρούλου που δεν ήταν συνηθισμένος στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Επίσης είναι απορίας άξιο πώς δεν αναφέρθηκε και στον διπλανό ναό του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου που επίσης έφερε τρούλο.
Ο Στ. Μαμαλούκος επί αυτού του ζητήματος μας απάντησε ότι ο τρούλος θα μπορούσε να υπήρχε στον αρχικό ναό ή να προστέθηκε σε μεταγενέστερη φάση του κτίσματος (π.χ. μεσοβυζαντινοί χρόνοι). Παράλληλα, ο Γ. Πάλλης εξέφρασε την εκτίμηση ότι ενδεχομένως να μην έγινε μνεία του τρούλου του διπλανού Θεολόγου, καθώς αυτός είναι ιδιότυπος, μιας και απουσιάζει το τύμπανο.
Συνοψίζοντας
Από την ανωτέρω ανάλυση προέκυψε το πόσο σημαντική είναι η επιβεβαίωση ότι η επιγραφή του 1694 ανήκε αρχικά στην οικογένεια Νταπόντε. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της απογραφής του 1670, οι Νταπόντε φαίνεται να είχαν κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή του Κορθίου τουλάχιστον κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι. και έως περίπου τη δεκαετία του 1730, με βάση τις επιγραφές και πλήθος εγγράφων. Ο πύργος στον Γαλαγκά με βάση και την έρευνα της H. Eberhard πρέπει να ανήκε αρχικά στην οικογένεια Νταπόντε. Παράλληλα, ακόμη και στον ναό της Παναγίας Φανερωμένης στο Απάνω Κάστρο καταγράφονται επιγραφές με ονόματα της οικογένειας αυτής 72 (Νικολός Ταπόντες 1717, Κ. Ιω. Ταπόντες 1716, Ζάνε Ταπόντε 1731).

Το εσωτερικό της Παναγίας Φανερωμένης στο Απάνω Κάστρο. Ο Δραγάτσης διάβασε ονόματα της οικογένειας Νταπόντε σε πλάκα στην αριστερή πρόσοψη του παραστάτη της δεύτερης αψίδας.
Με την εμφάνιση της οικογένειας Καμπάνη στην περιοχή του Κορθίου και τους συνακόλουθους γάμους ανάμεσα στις δύο οικογένειες, η περιουσία των Νταπόντε φαίνεται σταδιακά να περνάει στα χέρια της οικογένειας Καμπάνη. Τεκμήρια ως προς αυτό αποτελούν ο πύργος Νταπόντε στον Γαλαγκά με την αποτειχισμένη ταφική επιγραφή του Περράκη Καμπάνη. Επίσης ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου στον οποίο αρχικά στα 1670 καταστιχώνονται κληρονόμοι του άρχοντα Αυγ. Νταπόντε και ακολουθούν οι ταφές τόσο μελών της οικογένειας Καμπάνη, όσο και αυτής του Αυγ. Νταπόντε. Στην περίπτωση αυτού του ναού βεβαιώνεται και η ιδιοκτησία του αργότερα από την οικογένεια Καμπάνη. Η επιγραφή του Αυγ. Νταπόντε του 1694 αποτελεί άλλο ένα τεκμήριο, καθώς βρισκόταν εντοιχισμένη στον πύργο του Μ. Ζ. Καμπάνη, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αλλαγή του οικοσήμου στην επιγραφή του 1733 του Ιω. Νταπόντε, όπου φαίνεται να συγκεράζει τον θυρεό των Νταπόντε με μία παράσταση που είχε υιοθετήσει η οικογένεια Καμπάνη. Μάλιστα, εξαιτίας των πολλών πύργων της οικογένειας Καμπάνη χαμηλά στο Κόρθι, η συνοικία αυτή θα ονομαστεί Καμπαναίο 73.
Μετά το 1774, στα χρόνια των κοτζαμπάσηδων, ο Ιωάννης Καμπανάκης από τα Αηδόνια θα είναι ένας από τους δύο άρχοντες από την περιοχή του Απάνω Κάστρου, μαζί με τον Νικ. Δ. Μπίστη που διετέλεσαν στο αξίωμα του κοτζάμπαση του νησιού 74, προκαλώντας έναν άτυπο ανταγωνισμό με τη Μεσαριά και τη Χώρα για τα πρωτεία στο νησί. Αντίθετα, η οικογένεια των Νταπόντε φαίνεται να έχει χαθεί από το προσκήνιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στον εκλογικό κατάλογο του Κορθίου στα 1844, ο Δήμαρχος της περιοχής ήταν ο Αντ. Καμπάνης. Παράλληλα, άλλα δώδεκα μέλη των οικογενειών Καμπάνη και Καμπανάκη καταγράφονται ως κτηματίες, έναντι μόλις τεσσάρων της οικογένειας Δαπόντε 75.

Χάρτης της περιοχής του Κορθίου όπου απεικονίζονται οι βυζαντινοί ναοί του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, του Αγίου Νικολάου, καθώς και οι νεότεροι των Εισοδίων της Θεοτόκου, της Θεοσκέπαστης, του Αγίου Δημητρίου, του Ταξιάρχη και του Αγ. Γεωργίου. Επισημαίνονται και οι πύργοι με τις επιγραφές που άλλοτε ανήκαν στις οικογένειες Καμπάνη ή Νταπόντε.
Η μαρτυρία του Ιησουίτη ιεραπόστολου Portier μέσα σε λίγες γραμμές, μάς περιγράφει την εικόνα των οικισμών της περιοχής και την ύπαρξη 15 – 20 πύργων στην περιοχή του Κορθίου, ήδη από το 1701. Η περιγραφή της ερειπωμένης βυζαντινής εκκλησίας είναι ιδιαίτερης σημασίας καθώς ενδέχεται να επιβεβαιώνει την εικασία των επιστημόνων για ύπαρξη μεγαλύτερου ναού δίπλα στον παλαιοχριστιανικό Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Σε αυτόν τον ερειπωμένο ναό θα μπορούσε να αποδοθεί η προέλευση πλειάδας παλαιοχριστιανικών αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκουμε εντοιχισμένα στους γύρω ναούς που κτίστηκαν ή ανακαινίστηκαν μεταξύ του 17ου αι. και έως τις αρχές του 19ου αι., όπως ο Άγιος Δημήτριος, τα Εισόδια της Θεοτόκου, το ανακαινισμένο δυτικό τμήμα του Αγίου Νικολάου και τέλος η Θεοσκέπαστη, με την κατασκευή της οποίας κλείνει ο κύκλος άντλησης παλαιοχριστιανικών αρχιτεκτονικών μελών.
Η εναλλακτική ανάγνωση της μαρτυρίας του περιηγητή παραπέμπει, όπως εξετάσαμε είτε στον ίδιο τον Θεολόγο είτε στον Άγιο Νικόλαο.
Όποια από τις τρεις θεωρήσεις κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι ότι ο παλαιοχριστιανικός ναός του Θεολόγου, σε συνδυασμό με τους κοντινούς ναούς της Θεοσκέπαστης, των Εισοδίων της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου θα πρέπει να αναδειχθούν και να αποτελέσουν ένα ενιαίο επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, στα πρότυπα της μελέτης που είχε συντάξει η ομάδα της ανασκαφής 76. Σε συνδυασμό με την υλοποίηση της μελέτης για την αποκατάσταση του βυζαντινού Αγίου Νικολάου, εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί μια πολιτιστική νησίδα ανάδειξης του βυζαντινού και μεταβυζαντινού παρελθόντος του νησιού στην περιοχή του Κορθίου.
Θερμές ευχαριστίες στον Αν. Καθηγητή Βυζαντινής και μεταβυζαντινής Ιστορίας και Τέχνης Γιώργο Πάλλη για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις του και την πολύπλευρη υποστήριξή του. Επίσης στον Καθηγητή Στ. Μαμαλούκο για τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις του. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Καθηγητή Philipp Niewöhner για την επισήμανσή του σχετικά με το οικόσημο της οικογένειας Νταπόντε στην επιγραφή του 1694, αλλά και τις πληροφορίες που παρείχε ο ίδιος και η Elke Niewöhner Eberhard για τη σχέση της οικογένειας της Hannalene Eberhard με τον Λ. Λεφάκη «Κλεμανσώ». Ο Αν. Καθηγητής Ηλίας Κολοβός παρείχε πολύ χρήσιμες διευκρινήσεις σε σχέση με την καταγραφή των χηρών του Αυγ. Νταπόντε στο κατάστιχο του 1670. Επιπλέον θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της οικογένειας Καμπάνη Κλ. & Μ. Ζαρμπή – Καμπάνη για τις πληροφορίες που παρείχαν. Τέλος, θερμές ευχαριστίες στους π. Ι. Στεφάνου, Σπ. Τσαούση και Ευ. Λουκίσα για το φωτογραφικό υλικό που μοιράστηκαν για την παρούσα δημοσίευση.
Βιβλιογραφία
1. Ιακ. Δραγάτσης – Άνδρου Αρχαιολογήματα, Παρνασσός Τόμος Ε’ Σεπτέμβριος 1881, σελ. 784 – 785
2. Δ. Πασχάλης, Μεσαιωνικαί και Μεταγενέστεραι επιγραφαί της νήσου Άνδρου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών σπουδών Έτος Δ’, Αθήναι 1927, σελ. 57-58.
3. Μ. Καραγάτση – Λίθινες Εικόνες της Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά 18, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1990, σελ. 23-24, 99
4. Οικόσημο Νταπόντε: https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Coat_of_Arms_of_the_House_of_da_Ponte.svg
5. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 740
6. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 118-124, 230-232
7. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 108-109
8. Δ. Πολέμης, Μία επιγραφή του έτους 1679 και η οικογένεια Δελλαγραμμάτικα, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 3 – 9
9. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 62-63, 144-145, 182-183
10. Δ. Πολέμης, Καϊρικά Οικογενειακά Έγγραφα, Πέταλον 4, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1984, σελ. 15-16
11. Δ. Πολέμης, Καϊρικά Οικογενειακά Έγγραφα, Πέταλον 4, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1984, σελ. 25-26
12. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 62-63, 90-91, 108-109, 118-123, 138-139, 142-145, 166-167, 182-183, 186-187, 207-208, 213, 216, 222, 230-231, 238
13. Ηλ. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο Οθωμανικό πλαίσιο, Ανδριακά χρονικά 39, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2006, σελ. 229
14. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 122-123, 231
15. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 45-46
16. A. Vionis, A crusader, Ottoman, and early modern Aegean Archaeology – Built environment and domestic material culture in the medieval and post-medieval Cyclades, Greece (13th – 20th century AD), Leiden University Press 2012, p. 183-184
17. H. Eberhard, Kykladen: Inseln d. Ägäis, Walter Reiseführer 1978, p. 304-305, στο ΦΕΚ των ιστορικών διατηρητέων μνημείων της Άνδρου καταγράφεται επίσης ως «Πύργος Δαπόντε» στ’Αηδόνια.
18. Ν. Βασιλόπουλος, Λατινοκρατία στην Άνδρο, κάστρα, πύργοι, εκκλησίες & φέουδα, Άνδρος 2015, σελ. 281-282
19. Μ. Καραγάτση – Κτητορικές πλάκες της Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά 27, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1996, σελ. 94-95, εικόνα 46
20. Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021 σελ. 127.
21. https://books.google.gr/books?id=NqpnOSlcMMcC&pg=PA409&dq=Lettres+%C3%A9difiantes+et+curieuses:+M%C3%A9moires+du+Levant+tome+II&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjysd_6n9LzAhXugf0HHRVpC7cQ6wF6BAgEEAE#v=onepage&q=Apano&f=false
22. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 118, 230
23. Δ. Πολέμης, Μία επιγραφή του έτους 1679 και η οικογένεια Δελλαγραμμάτικα, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 3 – 9.
24. Ηλ. Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 118, 230
25. Δ. Βασιλειάδης, Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου, Ο ναός του Αγίου Νικολάου Κορθίου, Αρχαιολογική εφημερίς 1960, σελ. 17 – 37
26. Χ. Μπούρας Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, 66-67
27. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 740
28. Δ. Πολέμης, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 76, 88, 91, 103, 105, 111, 113, 114, 115, 118
29. Δ. Πολέμης, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 111, 114, 115, 118
30. Δ. Πολέμης, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 103, 105
31. Δ. Πολέμης, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 122
32. Δ. Πολέμης, Καϊρικά Οικογενειακά Έγγραφα, Πέταλον 4, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1984, σελ. 42
33. Δ. Πολέμης, Καϊρικά Οικογενειακά Έγγραφα, Πέταλον 4, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1984, σελ. 49
34. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 742
35. Δ. Πολέμης, Χρονολογικά Σημειώματα (1719 – 1759), Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 203
36. Δ. Πασχάλης, Κάστρα, πύργοι και βίγλαι εν Άνδρω, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Ε’ 1965, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, 411 & Μ. Καραγάτση – Κτητορικές πλάκες της Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά 27, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1996, σελ. 21, 37-40
37. Δ. Βασιλειάδης, Βυζαντινά μνημεία της Άνδρου, Ο ναός του Αγίου Νικολάου Κορθίου, Αρχαιολογική εφημερίς 1960, σελ. 30 – 33
38. Δ. Αντωνίου, Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833-1850), Ανδριακά Χρονικά 20, Τόμος Α’ Εκκλησιαστικά, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993, Στοιχείον Α΄ Κατάλογος των Εκκλησιών της νήσου Άνδρου – Εν Άνδρω την 16 Αυγούστου 1833
39. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 65 – 78
40. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 79 – 93
41. Ν. Βίττης, Η συντήρηση των τοιχογραφιών του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 117 – 125
42. Μ. Βόγκλη, Κεραμική από την ανασκαφή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στο Κόρθι – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016, σελ. 95 – 115
43. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 75, 77
44. Αναζητώντας την Άνδρο: Κείμενα και εικόνες 15ου – 19ου αι. από τη Συλλογή Ευστάθιου Ι. Φινόπουλου, Μουσείο Μπενάκη – Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021 σελ. 386
45. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 71
46. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 Πίνακας 24 – εικ. 44.
47. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 71
48. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 81-82.
49. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 84-85
50. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 90
51. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 70, 76
52. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 90
53. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 70
54. Στ. Μαμαλούκος, Η αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Άνω Κόρθι της Άνδρου – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 85
55. Γ. Πάλλης, Η Άνδρος και η θάλασσα κατά τους Βυζαντινούς αιώνες (4ος – 12ος αι.), Άγκυρα 6, Άνδρος, 2024, σελ. 39, 46.
56. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 76
57. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 76
58. Ελ. Δεληγιάννη Δωρή et al, Έρευνα και Ανασκαφή στο Επάνω Κάστρο Άνδρου, Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου, Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ρόδος 2013, Μυτιλήνη 2017, σελ. 279
59. Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 118, 230
60. Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 60, 118, 207, 230
61. Δ. Πολέμης, Περί τα φορολογικά της Άνδρου κατά το έτος 1721, Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 71
62. Ηλίας Κολοβός, Όπου ήν κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 60, 64, 114, 142, 166, 207
63. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 743
64. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 742
65. Δ. Πολέμης, Το βιβλίον βαπτίσεων της Λατινικής Εκκλησίας Άνδρου (1737 – 1817), Πέταλον 6, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1995, σελ. 233
66. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 742
67. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτοι εξ Άνδρου επιγραφαί των χρόνων της Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 740 – 741
68. Δ. Βασιλειάδης, Αι επιπεδόστεγοι μεταβυζαντιναί βασιλικαί των Κυκλάδων, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 542-551
69. Δ. Βασιλειάδης, Αι επιπεδόστεγοι μεταβυζαντιναί βασιλικαί των Κυκλάδων, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, Τόμος Β’ 1962, Εν Αθήναις, Τύποις Γ.Δ. Κυπραίου, σελ. 543
70. Δ. Αντωνίου, Η Άνδρος μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας (1833-1850), Ανδριακά Χρονικά 20, Τόμος Α’ Εκκλησιαστικά, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993, Στοιχείον Α΄ Κατάλογος των Εκκλησιών της νήσου Άνδρου – Εν Άνδρω την 16 Αυγούστου 1833
71. «Αττικός» [= Δημήτριος Χατζόπουλος], Αφηγήσεις τοπογράφου – Τα χωριά του Κορθίου, Ανδριακόν Ημερολόγιον του έτους 1925, Εν Αθήναις, σελ. 68, 70
72. Ιακ. Δραγάτσης – Άνδρου Αρχαιολογήματα, Παρνασσός Τόμος Ε’ Σεπτέμβριος 1881, σελ. 785 – 786
73. Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων κατά μέρος – Άνδρος, Κέως, Τυπογραφίο Ελλ. Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880 σελ. 77
74. Δ. Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος, Επανέκδοση 2019, σελ. 135
75. Ψηφιακή αρχειοθήκη Κυκλάδων – Εκλογικός κατάλογος Κορθίου 1844: http://cyclades.eie.gr/psifiaki-archiothiki/eklogiki-katalogi/
76. Χ. Πέννας, Αποκαταστάσεις στα βυζαντινά μνημεία της Άνδρου και νεότερα αρχαιολογικά τεκμήρια – Ανδριακά Χρονικά 43, Η βυζαντινή Άνδρος (4ος – 12ος αιώνας) – Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2016 σελ. 77
Όλη αυτή είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη δουλειά. Καλό θα ήταν μαζί με τις προηγούμενες και όποιες επόμενες να εκδοθούν για να υπάρχουν εύκαιρες. Συγχαρητήρια!!!
ΠΑΝΤΑ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΠΕΜΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΓΚΑ ΗΤΑΝ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΔΑΠΟΝΤΕ, ΛΟΓΟΦΕΡΝΕ Γ΄Ι ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΕ ΞΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ, ΡΑΜΟΥΝΔΟΥ ΚΑΙ ΦΟΛΕΡΟΥ, ΤΕΛΙΚΑ ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΜΠΑΝΗΔΕΣ ΥΠΗΡΧΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΓΑΜΙΑ, ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΤΟ ΟΙΚΟΣΗΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ, ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΖΕΙ…..ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΣΑΣ ΑΝΑΦΕΡΩ ΟΤΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΔΑΠΟΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΚΟΚΚΙΝΟΣ) ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΗΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΧΥΛΟΥ, ΠΑΝΤΑ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΡΘΙ (ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ) ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΑΙΤΖΗ, Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΑ ΠΟΥ ΦΥΓΑΔΕΥΤΗΚΑΝ ΜΕ ΨΑΡΙΑΝΑ ΠΛΟΙΑ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΤΟ 1821, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΦΑΓΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ ΤΗΣ (ΓΝΩΣΤΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ), ΕΠΙΣΗΣ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΟΧΥΛΟΥ ΖΟΥΣΑΝ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΓΛΥΤΩΣΑΝ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΦΤΙΑΞΑΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ ΜΠΛΕΩ, ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΕΧΩ ΠΕΙ ΣΤΟΝ Ν.ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ, ΣΙΓΟΥΡΑ ΧΡΗΖΟΥΝ ΠΑΙΡΕΤΕΡΩ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ, ΣΥΓΧΑΡΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΑΣ ΕΡΕΥΝΑ. ΔΑΠΟΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΠΗΛΙ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΡΗΤΗΣ