
Η μυσταγωγία ξεκίνησε απόψε στο πέρασμα της Καμάρας με τον ήχο της θάλασσας. Το ένιωθες όμως σε κάθε γωνιά ότι υπάρχει κάτι που δεν φαίνεται αλλά πάλλεται, μια μουσική που λειτουργεί σαν χτύπος καρδιάς. Και νόμιζα ότι αυτή η μυσταγωγία τελείωνε όταν είδα τα παιδικά χέρια να κρατούν τόσο σταθερά το φως, η εικόνα που με συγκίνησε απόψε.

Όχι δεν είχε τελειώσει τίποτα και δε θα τελειώσει γιατί το φως που κρατούσαν τόσο σταθερά τα παιδικά χέρια δεν σβήνει. Όπως δεν έσβησε απόψε το χαμόγελο της προέδρου του ΜΟΥ.Σ.Α., Ντορίνας Αμωράτη, διακριτικής και φιλόξενης οικοδέσποινας, που τόνισε το γεγονός ότι ένα βράδυ Τετάρτης το Δημοτικό Θέατρο γέμισε για να ακουστεί το εκκλησιαστικό και επί γης ειρήνη μελωδικά, μέσα από τα τραγούδια στη Χριστουγεννιάτικη συναυλία Τραγουδώντας για την Ειρήνη.

Όπως δεν έσβηνε στιγμή το χαμόγελο των μελών των Χορωδιών, τόσο στη διάρκεια της συναυλίας αλλά και μετά σε δείπνο οικογενειακού χαρακτήρα. Διότι ο ΜΟΥ.Σ.Α είναι οικογένεια. Είχα την τιμή να κληθώ στο δείπνο όπου κυρίως πιάτο και επιδόρπιο ήταν η γεμάτη ψυχή των ανθρώπων και ποτό τα λαμπερά τους μάτια.
Όπως δεν έσβηνε στιγμή το χαμόγελο των μελών της νεοσύστατης ορχήστρας δωματίου, που σημαίνει ότι το κύτταρο παράγει νέους οργανισμούς. Η συνοδεία τους, μαζί με την εξαιρετική αφήγηση της Μαργαρίτας Κορκοδείλου, έδωσε ξεχωριστή νότα στη βραδιά.

Όπως δεν έσβηνε στιγμή το χαμόγελο της πρώτης σειράς, της Επάρχου, Άννας Βρεττού, της Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, Αθηνάς Τσατσομοίρου, του Αντιδημάρχου, Νίκου Βιδάλη, της εντεταλμένης συμβούλου Πολιτισμού, Λασκαρώς Στεφάνου αλλά ακόμα και των ορθίων οι οποίοι δεν δυσανασχέτησαν στιγμή, εγκλωβισμένοι στις υπέροχες νότες.
Αυτή η μουσική αλήθεια στην Άνδρο, για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, εκπορεύεται από τον Μουσικό Σύλλογο Άνδρου και τη χορωδία του, σαν φως που διαχέεται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Είναι ένα φως ειρηνικό, που ενώνει ανθρώπους, που γαληνεύει, που θυμίζει ότι η δημιουργία είναι τρόπος να υπάρχουμε μαζί.
Κάθε εποχή έφερνε νέους ανθρώπους, νέες φωνές, νέες αναπνοές. Παιδιά μικρά μπήκαν στα προπαιδευτικά τμήματα και, όπως το πρωινό φως που διαδέχεται τη νύχτα, μεγάλωναν μέσα στο τραγούδι, περνούσαν στις παιδικές και αργότερα στις μεγάλες χορωδίες. Και κάπως έτσι η μουσική του νησιού δεν σταματά ποτέ. Ένα σχολείο φωτός που συνεχίζει να διαμορφώνει χαρακτήρες, να ενώνει ψυχές, να δημιουργεί κοινότητα.
Σε αυτά τα φωτισμένα μονοπάτια της μουσικής γνώρισα τον περασμένο χειμώνα τον Δημήτρη Σιδερή, ο οποίος έχει τη μουσική διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του ΜΟΥ.Σ.Α. που θα απολαύσουμε σε Χριστουγεννιάτικες μελωδίες την Κυριακή το πρωί. Μίλησα έκτοτε αρκετές φορές μαζί του. Καθώς οι μουσικές γνώσεις μου περιορίζονται σε εκείνες του ακροατή, δεν είμαι βέβαιος αν ο ζήλος ή η γνώση είναι που οδηγούν στις εξαιρετικές συναυλίες. Θα πάρω την εύκολη απάντηση, όλα μαζί.

Αργότερα, στις αρχές του καλοκαιριού, στα ίδια μονοπάτια, γνώρισα την Αμαλία Τηνιακού, η οποία έχει την επιμέλεια, τη διδασκαλία και τη διεύθυνση των Χορωδιών. Όπως είπε με χιούμορ στον πρόλογό της η Ντορίνα Αμωράτη φτιάχνει και καφέ. Οι τρεις μας είχαμε ένα σύντομο διάλογο, μπροστά στο πιάνο αμέσως μετά το τέλος της συναυλίας, ήθελα την πρώτη τους αντίδραση.
Είχα μιλήσει με την Αμαλία Τηνιακού τις προηγούμενες ημέρες, ημέρες ετοιμασίας και συνεπώς αγωνίας για την ίδια. Λιτή, συγκεντρωμένη, αληθινή, με μάτια που λάμπουν όταν μιλά για τη χορωδία. Της ζήτησα να μου πει τι σημαίνει αυτός ο κόσμος για την ίδια. Κι εκείνη μου μίλησε με καθαρή, ζεστή φωνή. Τα λόγια της ακολουθούν αυτούσια:
«Για εμένα υπήρξε μεγάλη τιμή να διευθύνω τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσα αντικρίζοντας τον κόσμο μέσα από το χορωδιακό τραγούδι. Από τα παιδικά μου χρόνια η χορωδία του ΜΟΥ.Σ.Α. ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Παρατηρούσα τους ανθρώπους πως μεταμορφώνονταν όταν τραγουδούσαν όλοι μαζί και μοιράζονταν αυτή την πολύτιμη κοινή εμπειρία. Κάθε Δευτέρα με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου στη βραδινή πρόβα. Καθόμουν και παρατηρούσα τον δάσκαλό μου, τους ανθρώπους του και όλο το μοίρασμα που βίωναν μέσα από το κοινό τραγούδι.

Η πολυφωνία της χορωδίας απεικονίζει την πολυφωνία του ίδιου του κόσμου που ζούμε. Δεν είναι απλώς μια τέχνη· είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, είναι ένα κοινωνικό λειτούργημα με μεγάλες προεκτάσεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της ψυχής. Η πολυφωνία είναι κάτι που ξεπερνά την ίδια την ύπαρξη και για να την κατανοήσει κανείς πρέπει να τη βιώσει, όχι απλώς να την ακούσει ως θεατής. Η πολυφωνία δημιουργεί ασυνείδητα δεσμούς μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών καταβολών, βιωμάτων και χαρακτήρων. Και είναι αυτό ακριβώς που περιμένουμε να βρούμε σε μια κοινωνία που ευημερεί: τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων που ο καθένας έρχεται από αλλού και αλλού πηγαίνει.
Αυτή την αξία της χορωδίας την είχα αντιληφθεί από τα παιδικά μου χρόνια και αυτό το μοίρασμα που έβλεπα να ξετυλίγεται μπροστά μου σε κάθε πρόβα ήταν και η αιτία που αποφάσισα από τα εφηβικά μου χρόνια ότι ήθελα να γίνω μαέστρος. Και αυτός είναι ο λόγος που επιδιώκω πάντα να υπάρχει μια θέση για τον οποιονδήποτε μέσα στην ομάδα, να βρει ένα κοινό σημείο αναφοράς με τον διπλανό του και έναν τρόπο έκφρασης που να είναι πρώτα δικός του και μετά δικός μου.
Η εποχή μας είναι αρκετά συντηρητική ως προς τη γνήσια έκφραση του ανθρώπου. Περισσότερο καλούμαστε να επιτελέσουμε προδιαγεγραμμένους ρόλους και πολύ λιγότερο μας δίνεται η δυνατότητα να τους προσαρμόσουμε στα δικά μας μέτρα και σταθμά. Αφήνω πολλά περιθώρια στους ανθρώπους να εκφραστούν ελεύθερα χωρίς να τους περιορίζω μέσα σε καλούπια και αυτό μέχρι στιγμής με έχει ανταμείψει και εμένα και εκείνους.
Όταν ανέλαβα τη χορωδία ως ενήλικας αισθάνθηκα πολύ μεγάλη συγκίνηση αλλά και το βάρος της ευθύνης. Κλήθηκα να αναλάβω τη διδασκαλία ανθρώπων με τους οποίους είχα μοιραστεί τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι, ήταν και είναι φίλοι του πατέρα μου, τους οποίους γνώριζα από μικρό παιδί. Από την άλλη ο δάσκαλός μου μού χάρισε το δώρο το οποίο ο ίδιος δημιούργησε και εγώ όφειλα όχι απλώς να το διατηρήσω αλλά να αφιερωθώ σε αυτό.
Ύστερα εντάχθηκαν στη χορωδία φίλοι και γνωστοί αλλά και άγνωστοι, με τους οποίους πλέον είμαστε τόσο δεμένοι ώστε μπορώ να αποκαλώ τη χορωδία οικογένειά μου. Ευχαριστώ και ευγνωμονώ πάντα τους ανθρώπους αυτούς, των οποίων την αφοσίωση θαυμάζω. Επιδιώκω πάντα τη σύμπραξη ανθρώπων όλων των ηλικιών· είναι κάτι που έχω ως αρχή μου. Η κοινωνία μας συχνά βρίσκει εμπόδια στον ηλικιακό ρατσισμό, ο οποίος πλήττει όλες τις ηλικίες σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Νομίζω ότι αν μας ενδιαφέρει η πρόοδος πρέπει πρώτα να μάθουμε να είμαστε όλοι μαζί χωρίς προϋποθέσεις. Και να ακούμε, πάλι χωρίς προϋποθέσεις.

Το χορωδιακό τραγούδι είναι ο μοναδικός τόπος στον οποίο όλες οι φωνές ενώνονται για έναν κοινό σκοπό. Πολλές φορές παρατηρώ τα πρόσωπα των παιδιών όταν συμπράττουν με τους μεγαλύτερους. Τα πρόσωπά τους φωτίζονται. Εκεί αντικρίζω κι εγώ τον εαυτό μου ως παιδί που τραγουδούσα μαζί τους, και αυτό που αισθανόμουν δεν περιγράφεται με λόγια. Πάντα ονειρεύομαι σε μια τέτοια στιγμή ότι ίσως κάποιο παιδί να αισθάνεται το ίδιο όπως εγώ τότε.
Εκεί γνώρισα τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους συνθέτες, εκεί έμαθα την αξία της ομαδικής προσπάθειας, εκεί συνειδητοποίησα ότι η αφοσίωση ανταμείβει και εκεί κατάλαβα ότι όλοι οι άνθρωποι, όταν βρεθούν στο κατάλληλο περιβάλλον, μπορούν να εξωτερικεύσουν μονάχα τη θετική και καλοπροαίρετη πλευρά τους για να βιώσουν αυτό το ανεκτίμητο μοίρασμα».

Μετά τα λόγια της, κοιτάζω ξανά το έργο αυτής της χορωδίας και βλέπω καθαρά ότι δεν είναι απλώς μια ομάδα. Είναι ένα φως. Φως μουσικής, γιατί φωτίζει όσους συμμετέχουν και όσους ακούν. Φως ειρήνης, γιατί ενώνει ανθρώπους από διαφορετικές πορείες, αγκαλιάζοντας τις διαφορές τους. Φως Άνδρου, γιατί κουβαλά την εσωτερική λάμψη αυτού του νησιού, μια λάμψη που δεν σβήνει.
Και όσο αυτό το φως συνεχίζει να απλώνεται μέσα από φωνές, μέσα από πρόβες, μέσα από παιδιά που μεγαλώνουν τραγουδώντας και ενήλικες που επιμένουν να μοιράζονται, η Άνδρος θα παραμένει ένας τόπος όπου η μουσική δεν είναι απλώς τέχνη. Είναι τρόπος να ζεις. Είναι τρόπος να φωτίζεις.
Γιάννης Βαθυάς


