
Το Ξενία της Άνδρου ως αρχιτεκτονικό έργο, κρατικό εγχείρημα, κοινωνική ρήξη και θεσμικό αδιέξοδο
Αρθρογραφώ συστηματικά για το Ξενία της Άνδρου όχι από εμμονή ούτε για λόγους αντιπαράθεσης, αλλά επειδή πρόκειται για ένα σοβαρό δημόσιο ζήτημα που απαιτεί καθαρές τοποθετήσεις και τεκμηριωμένο διάλογο.
Όσα γράφω εκφράζουν αποκλειστικά τη δική μου άποψη και δεν αποσκοπούν σε διχασμό ή σύγκρουση. Στόχος μου είναι να συμβάλω νηφάλια στον δημόσιο διάλογο, θέτοντας ερωτήματα και θέσεις που θεωρώ αναγκαία για το μέλλον του τόπου.
Αν αυτή η συζήτηση βοηθά ώστε το θέμα αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και θεσμική ωριμότητα, τότε αυτός είναι και ο λόγος που συνεχίζεται.
Το Ξενία της Άνδρου δεν είναι απλώς ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Είναι ένα σύνολο ερωτημάτων που συσσωρεύτηκαν στον χρόνο και ποτέ δεν απαντήθηκαν με ειλικρίνεια. Ένα έργο που ξεκίνησε ως κρατική βεβαιότητα, λειτούργησε ως σύμβολο εκσυγχρονισμού, απορρίφθηκε κοινωνικά, απαξιώθηκε οικονομικά και κατέληξε σήμερα να αιωρείται ανάμεσα στην έννοια του μνημείου και στην πραγματικότητα του ερειπίου.
Αυτό το κείμενο επιχειρεί τελική σύνθεση: να ενώσει όλα τα «γιατί» σε ένα ενιαίο σώμα, ώστε το πρόβλημα να φανεί ολόκληρο — και όχι αποσπασματικό.
Γιατί σχεδιάστηκε έτσι;
Ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης πίστευε σε μια αρχιτεκτονική καθολική, λιτή και «ειλικρινή». Για εκείνον, ο τόπος δεν ήταν πρωτίστως η μορφολογία του οικισμού ή η ιστορική συνέχεια της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ήταν το φως, το ανάγλυφο, ο ορίζοντας, η άμεση σχέση με τη φύση. Το Ξενία της Άνδρου δεν επιχειρεί να μιμηθεί την ανδριώτικη αρχιτεκτονική· επιχειρεί να την παρακάμψει. Αυτό που για τον αρχιτέκτονα ήταν άρνηση της ψευδοπαράδοσης, για τους κατοίκους υπήρξε άρνηση της συλλογικής μνήμης.
Γιατί χτίστηκε εκεί;
Η χωροθέτηση δεν ήταν τυχαία ούτε αμιγώς αρχιτεκτονική. Ήταν πολιτική. Στη δεκαετία του 1950, το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τον αιγιαλό ως μέτωπο ανάπτυξης και προβολής. Η άμεση επαφή με τη θάλασσα θεωρούνταν πλεονέκτημα, όχι περιορισμός. Το κράτος οικοδομούσε με τη βεβαιότητα ότι ο δημόσιος σκοπός νομιμοποιεί τη θέση.
Γιατί χτίστηκε χωρίς άδεια;
Διότι το κράτος οικοδομούσε για το κράτος. Στο πλαίσιο του προγράμματος Ξενία, οι εγκρίσεις ήταν πολιτικές και διοικητικές, όχι πολεοδομικές με τη σημερινή έννοια. Η έννοια του «αυθαίρετου του Δημοσίου» δεν θεωρούνταν πρόβλημα αλλά λεπτομέρεια που θα τακτοποιούνταν αργότερα. Δεν πρόκειται για εξαίρεση, αλλά για συστηματική πρακτική της εποχής.
Γιατί δεν έγινε αποδεκτό από τους κατοίκους;
Διότι δεν σχεδιάστηκε μαζί τους ούτε για αυτούς. Από την πρώτη στιγμή, πολλοί Ανδριώτες το θεώρησαν παράταιρο: ξένο προς την κλίμακα, τον ρυθμό και τη λογική του τόπου. Η αντίδραση αυτή δεν ήταν συντηρητισμός· ήταν διαισθητική κατανόηση ότι το κτίριο δεν ανήκε στη συλλογική εμπειρία. Η αρχιτεκτονική μπορεί να αγνοήσει την κοινωνική αποδοχή, αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτήν.
Γιατί φιλοξένησε οικονομική ελίτ;
Το Ξενία δεν σχεδιάστηκε ως λαϊκή υποδομή. Ήταν εργαλείο κρατικής προβολής. Φιλοξενούσε διπλωμάτες, επιχειρηματίες, εφοπλιστές και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό ενίσχυσε την αίσθηση ότι δεν αποτελεί μέρος της τοπικής ζωής αλλά βιτρίνα για «άλλους». Το κοινωνικό χάσμα ενσωματώθηκε στη λειτουργία του.
Γιατί απαξιώθηκε;
Διότι άλλαξε το αναπτυξιακό μοντέλο. Το κράτος αποσύρθηκε από τον ρόλο του κατασκευαστή, ο τουρισμός ιδιωτικοποιήθηκε, οι προσδοκίες της αγοράς μεταβλήθηκαν. Το Ξενία δεν ήταν αρκετά «παραδοσιακό» για τη νέα αφήγηση ούτε αρκετά ευέλικτο για να εκσυγχρονιστεί. Έμεινε ανάμεσα σε εποχές.
Γιατί εγκαταλείφθηκε;
Η εγκατάλειψη δεν ήταν απότομη· ήταν το αποτέλεσμα μιας αργής αποσύνδεσης: οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής. Ένα κτίριο που δεν αγαπήθηκε, δεν επανεπενδύθηκε και δεν επανανοηματοδοτήθηκε, οδηγείται αναπόφευκτα στη φθορά.
Γιατί απέτυχαν οι δημοπρασίες πώλησής του;
Διότι το ακίνητο δεν προσφέρθηκε ποτέ ως καθαρό περιουσιακό στοιχείο. Ήταν ένα σύνολο ρίσκων: αυθαιρεσία, αιγιαλός, περιορισμοί μνημείου, στατική αβεβαιότητα, ασαφές μέλλον. Για τον σοβαρό επενδυτή δεν ήταν ευκαιρία αλλά νομική εκκρεμότητα. Το κράτος ζήτησε τίμημα χωρίς να προσφέρει θεσμική καθαρότητα. Η αγορά απάντησε με σιωπή.
Γιατί χαρακτηρίστηκε μνημείο;
Ο χαρακτηρισμός ως νεότερου μνημείου επιχείρησε να διασώσει την αρχιτεκτονική και ιστορική αξία του έργου. Όμως δεν έλυσε καμία από τις βασικές συγκρούσεις: ούτε την αυθαιρεσία, ούτε τον αιγιαλό, ούτε τη στατική κατάσταση. Αντί να επιλύσει, πάγωσε το πρόβλημα.
Γιατί το κλιμάκιο καθηγητών του ΕΜΠ δεν άσκησε πίεση και επέμεινε στη διατήρηση πάση θυσία;
Το 2015, κλιμάκιο καθηγητών αρχιτεκτονικής του Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο πραγματοποίησε αυτοψία στο ήδη ερειπωμένο κτίριο και διαπίστωσε σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης, ζητώντας άμεσες παρεμβάσεις. Ωστόσο, αυτή η διάγνωση δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστική πίεση προς τους αρμόδιους φορείς για ανάληψη ευθύνης και λήψη δεσμευτικών αποφάσεων.
Στην εσπερίδα της 17ης Δεκεμβρίου 2025, στο ίδιο το Πολυτεχνείο, η ίδια θέση επαναλήφθηκε σχεδόν αυτούσια: εμμονή στη διατήρηση και επισκευή του μνημείου «πάση θυσία». Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η διάγνωση ήταν σωστή, αλλά τι σημαίνει ευθύνη όταν η επιστημονική διαπίστωση δεν συνοδεύεται από πράξη.
Μια ερμηνεία βρίσκεται στον περιορισμένο ρόλο του ακαδημαϊκού γνωμοδότη: διαπιστώνει, τεκμηριώνει, εισηγείται — αλλά αποφεύγει να ασκήσει θεσμική πίεση. Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο πρόβλημα: η αρχιτεκτονική αξία προβάλλεται ως αυθύπαρκτο επιχείρημα, ικανό να υπερισχύσει του αιγιαλού, της νομολογίας και της κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, η «διάσωση πάση θυσία» μένει χωρίς υποκείμενο που να αναλαμβάνει κόστος, ρίσκο και ευθύνη.
Η γνώση που δεν μεταφράζεται σε θεσμική στάση κινδυνεύει να καταλήξει σε ρητορική αυτάρκεια. Και τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο διοικητικό, αλλά και επιστημονικό.
Γιατί παραμένει εγκαταλελειμμένο ενώ είναι μνημείο;
Διότι η μνημειακή προστασία δεν συνοδεύτηκε από ρεαλιστικό σενάριο ζωής. Η «αναβίωση» θα απαιτούσε επεμβάσεις που αγγίζουν τα όρια της νέας κατασκευής. Και νέα κατασκευή σε αιγιαλό δεν μπορεί να υπάρξει.
Γιατί επιχειρείται η παραχώρησή του στον Δήμο;
Διότι η μετατόπιση ευθύνης είναι πολιτικά ευκολότερη από τη λήψη καθαρής απόφασης. Η μίσθωση παρουσιάζεται ως λύση, αλλά στην πράξη μεταφέρει στον Δήμο κινδύνους, βάρη και αδιέξοδα χωρίς αντίστοιχη εξουσία ή δυνατότητα εσόδων. Πρόκειται για διαχείριση του προβλήματος, όχι για επίλυσή του.
Γιατί επιμένουμε να το «σώσουμε»;
Ίσως επειδή δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε ότι ορισμένα έργα ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Ότι η διατήρηση δεν είναι πάντα πράξη πολιτισμού. Ότι η υποχώρηση ενός κτιρίου μπορεί να είναι πράξη σεβασμού στον τόπο και όχι ήττα της μνήμης.
Το τελικό, ανοιχτό ερώτημα
Το Ξενία της Άνδρου δεν ζητά εύκολες απαντήσεις. Ζητά ειλικρίνεια. Αν είναι μνημείο, πρέπει να ειπωθεί καθαρά τι μνημείο είναι: αρχιτεκτονικής αξίας, κρατικής αυταπάτης, κοινωνικής ρήξης ή θεσμικού λάθους. Αν δεν μπορεί να ζήσει, πρέπει να ειπωθεί καθαρά γιατί.
Ίσως το πιο δύσκολο «γιατί» να είναι αυτό:
γιατί επιμένουμε να μεταθέτουμε το πρόβλημα αντί να το αντιμετωπίζουμε ως μάθημα;
Το Ξενία της Άνδρου δεν είναι απλώς ένα κτίριο που απέτυχε. Είναι ένα ερώτημα που η χώρα δεν τόλμησε ποτέ να απαντήσει μέχρι τέλους.
Η μόνη πολιτικά και θεσμικά έντιμη λύση:
Μετά από δεκαετίες σιωπής, μεταθέσεων και προσχηματικών λύσεων, το ζήτημα του Ξενία της Άνδρου δεν είναι πια τεχνικό ούτε αρχιτεκτονικό. Είναι καθαρά πολιτικό. Και ως τέτοιο, απαιτεί μία και μόνο καθαρή επιλογή.
Η μόνη πολιτικά και θεσμικά έντιμη λύση είναι η ανάληψη πλήρους ευθύνης από την Κεντρική Διοίκηση, με ρητή εγκατάλειψη κάθε σεναρίου χρήσης, εκμετάλλευσης ή παραχώρησης, και η μετάβαση σε ελεγχόμενη αποδόμηση του κτιρίου, αφού προηγηθεί πλήρης επιστημονική τεκμηρίωση της αρχιτεκτονικής και ιστορικής του αξίας.
Όλα τα υπόλοιπα σενάρια —«αναβίωση», «ήπια αξιοποίηση», «παραχώρηση στον Δήμο», «πολιτιστική χρήση»— δεν είναι λύσεις. Είναι πολιτικές υπεκφυγές. Μεταφέρουν το πρόβλημα χαμηλότερα, σε φορείς χωρίς αρμοδιότητα και χωρίς μέσα, και δημιουργούν την ψευδαίσθηση δράσης εκεί όπου στην πραγματικότητα υπάρχει αδράνεια.
Η συνέχιση της εκκρεμότητας δεν προστατεύει ούτε το μνημείο ούτε τον τόπο. Προστατεύει μόνο την απροθυμία του κράτους να αναγνωρίσει ότι ένα δικό του έργο, προϊόν μιας άλλης εποχής και άλλων κανόνων, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με τους σημερινούς όρους.
Η πολιτική ευθύνη εδώ είναι σαφής:
να ειπωθεί δημόσια ότι το κτίριο δεν είναι επενδύσιμο,
να αποσυρθεί ο Δήμος από τον ρόλο του «τελικού αποδέκτη»,
να αποκατασταθεί ο αιγιαλός ως κοινόχρηστο αγαθό,
και να διασωθεί το Ξενία ως τεκμήριο και μάθημα, όχι ως επικίνδυνο ερείπιο ή ως ψευδής υπόσχεση ανάπτυξης.
Η αποδόμηση δεν είναι πολιτική ήττα. Πολιτική ήττα είναι η διαρκής αναβολή, η σιωπηρή μετακύλιση ευθυνών και η εργαλειοποίηση της έννοιας του μνημείου για να μη ληφθεί καμία απόφαση.
Αν το κράτος θέλει να δείξει ότι έχει ωριμάσει θεσμικά, οφείλει να το αποδείξει εδώ. Όχι με ακόμη μία μελέτη, ακόμη μία εσπερίδα ή ακόμη μία παραχώρηση, αλλά με μια καθαρή, δύσκολη και ειλικρινή πράξη.
Το Ξενία της Άνδρου δεν χρειάζεται σωτήρες.
Χρειάζεται μια απόφαση που να κλείνει οριστικά τον κύκλο.
Γιώργος Δ. Καλλιβρούσης

